Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Το όραμά μου για μια άλλη Ελλάδα!

Μου ζήτησαν να περιγράψω πώς οραματίζομαι μια νέα Ελλάδα. Θα το επιχειρήσω, λοιπόν, μέσα στον περιορισμένο χρόνο που μου έχει δοθεί... Καταρχήν, η χώρα που δίδαξε την ελεύθερη διακίνηση της σκέψης δεν είναι διανοητό να έχει κλειστά και φρουρούμενα σύνορα. Τα σύνορα της Ελλάδας θα πρέπει να είναι πάντα ανοιχτά, με ελεύθερη διάβαση για όλους τους πολίτες του κόσμου, ιδιαίτερα τους φτωχούς κι απελπισμένους. Η αστείρευτη ελληνική γη νομίζω πως μπορεί να μας θρέψει όλους! Στη χώρα που εφηύρε το πολίτευμα που εξασφαλίζει την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν έχουν θέση ελιτίστικες διακρίσεις ανάμεσα σε «αρίστους» και «μη αρίστους». Οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ίσοι. Ένας «λιγότερο ευφυής» (σύμφωνα με τα καθιερωμένα σαθρά αστικά πρότυπα) δεν είναι κατώτερος από έναν «περισσότερο ευφυή», είναι απλά διαφορετικά προικισμένος. Και τίποτα δεν θα ‘πρεπε να τον εμποδίζει να διεκδικεί και να καταλαμβάνει δημόσιες θέσεις, ακόμα κι αν είναι θέσεις εξουσίας! Σημαντικό είναι επίσης να εξαλείψουμε τις ανισότητες που γεννά το χρήμα. Στην Ελλάδα που οραματίζομαι δεν θα υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, δεν θα χωρίζονται οι άνθρωποι σε «πλούσιους» και «φτωχούς». Ξέρω βέβαια πως είμαστε μια πολύ φτωχή χώρα. Έτσι, ισότητα δεν μπορεί να σημαίνει στην πράξη πως θα γίνουν όλοι πλούσιοι. Το μόνο εφικτό και κοινωνικά δίκαιο είναι να γίνουν όλοι εξίσου φτωχοί! Κι ο πλούτος των ισχυρών ας πάει στα χέρια της Πολιτείας, να τον διαχειριστεί όπως εκείνη κρίνει για τις ανάγκες του λαού. Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, πιστεύω ότι λίγοι χάρτινοι τίτλοι δεν κάνουν απαραίτητα τον διδάσκοντα σοφότερο από τον διδασκόμενο! Οραματίζομαι ένα σχολείο κι ένα πανεπιστήμιο όπου ο μαθητής κι ο δάσκαλος θα έχουν ισότιμους ρόλους στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών κανόνων και θα συναποφασίζουν για όλα τα ζητήματα με τρόπο δημοκρατικό. Η αμφισβήτηση αυτού του δικαιώματός τους θα μπορούσε δικαιολογημένα να οδηγήσει τους νέους σε κάποιες μορφές δυναμικών ενστάσεων, τις οποίες μια δημοκρατική Πολιτεία οφείλει όχι μόνο να αντιμετωπίζει με πνεύμα κατανόησης αλλά και να τις υπερασπίζεται με κάθε τρόπο! Οραματίζομαι μια χώρα όπου το αγαθό της απόλυτης ελευθερίας θα στέκει πάνω από παρωχημένες και κατά βάση αντιδημοκρατικές έννοιες όπως ο «νόμος» και η «τάξη». Αν ο πολίτης, εξασκώντας την ελευθερία της επιλογής του, αναγκάζεται κάποτε να παραβεί τους νόμους, είναι οι ίδιοι οι νόμοι που χρειάζονται επανεξέταση, όχι ο «παραβάτης» που χρειάζεται τιμωρία! Ειδικά, ο αστυφύλακας, τα δικαστήρια κι οι φυλακές δεν είναι κατάλληλη και δίκαιη απάντηση σε όσους δεν έχουν άλλο τρόπο, έξω από την υποτιθέμενη «βία», για ν’ ακουστεί η φωνή τους σε μια κοινωνία χάριν της οποίας δίνουν καθημερινό αγώνα για ισότητα και δικαιοσύνη. Μια κοινωνία που τόσο εύκολα, εν τούτοις, κολλά σ’ αυτούς τους αγωνιστές τη ρετσινιά του «αναρχικού» ή του «τρομοκράτη»! Τέλος, οραματίζομαι μια Ελλάδα που θα αναγκάσει, επιτέλους, τους ξένους δυνάστες της να σεβαστούν την ιστορία της και την προσφορά της στην ανθρωπότητα. Τα χρήματα που εκείνοι μας «δανείζουν» είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στον πολιτισμό που εμείς τους χαρίσαμε. Θα έλεγα μάλιστα πως πάντα θα μας χρωστούν και ποτέ δεν πρόκειται να ξεχρεώσουν, όσα κι αν φιλοτιμηθούν ακόμα να μας δώσουν! Το όνειρό μου, λοιπόν, είναι να γίνω κάποτε ηγέτης αυτής της χώρας ως αρχηγός μιας κυβέρνησης που θα απαρτίζεται από ανθρώπους που μοιράζονται τα ίδια ιδανικά μ’ εμένα, για να χτίσουμε μια νέα Ελλάδα πάνω στα πρότυπα που σας περιέγραψα. Όμως, θα πρέπει κάπου εδώ να κλείσω λίγο βιαστικά την έκθεση, γιατί χτύπησε το κουδούνι...
Μαθητής Α.Τ.
Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

...και λίγη ιστορία...

Το τέλος της παλαιάς τάξης Η κατάρρευση του ρωμαϊκού κράτους
Απόδοση στα ελληνικά κειμένου του Alexander Demandt, καθηγητή αρχαίας ιστορίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, από την FAZ, 22.01.2016
Την άνοιξη του 376 μ.Χ. εμφανίστηκε στην αυτοκρατορική αυλή στη συριακή Αντιόχεια μία αποστολή Βησιγότθων από την επαρχία της Μοισίας, στις εκβολές του Δούναβη. Οι Γότθοι ανακοίνωσαν ότι από το εσωτερικό της Ασίας καταφθάνει μια άγρια φυλή ιππέων, οι Ούννοι. Αυτοί νίκησαν τους Οστρογότθους βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και απειλούν τους Βησιγότθους με ίδια αποτελέσματα. Οι συμπατριώτες τους Βησιγότθοι δραπέτευσαν ομαδικά από τις περιοχές που ήταν εγκαταστημένοι και μετακινήθηκαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, απ' όπου παρακαλούν τώρα να γίνουν δεκτοί στην αυτοκρατορία ως ειρηνικοί πρόσφυγες. Στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκλήθηκε τότε, ακούστηκαν αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα αποδοχής του αιτήματος, αλλά οι υποστηρικτές της ιδέας για έγκριση της εισόδου στο κράτος είχαν πιο πειστικά επιχειρήματα. Το ρωμαϊκό κράτος μπορούσε να αξιοποιήσει μετανάστες ως εποίκους, φοροδότες και μισθοφόρους και, επιπλέον, ο αυτοκράτωρ έχει την υποχρέωση να φροντίσει στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, όχι μόνο για το καλό των Ρωμαίων πολιτών, αλλά και όλων των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων... Έτσι, η άδεια για είσοδο δόθηκε, τα σύνορα άνοιξαν και οι Γότθοι πέρασαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο Ρωμαίος διοικητής που επέβλεπε τις διαδικασίες ζήτησε να καταμετρηθούν οι εισερχόμενοι μετανάστες, αλλά το εγχείρημα ξέφυγε σύντομα από κάθε έλεγχο. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονταν τα ποταμόπλοια στο Δούναβη και ο ιστορικός της εποχής, Αμμιανός Μαρκελλίνος, γράφει: «Αμέτρητοι, όπως οι σπίθες της Αίτνας». Σύντομα προέκυψαν προβλήματα επισιτισμού. Ρωμαίοι έμποροι απαιτούσαν πολύ υψηλές τιμές για τρόφιμα, ζητούσαν, γράφει ο Αμμιανός, για έναν ψόφιο σκύλο την αμοιβή ενός πρίγκιπα. Οι αγανακτισμένοι Γότθοι κατέφυγαν σε λεηλασίες και ακολούθησαν αψιμαχίες με τις δυνάμεις της τάξης. Για τους αγανακτισμένους προέκυψαν ως σύμμαχοι οι συμπατριώτες τους (Germanen, γερμανικό φύλο, όχι σημερινοί Γερμανοί) που δούλευαν από καιρού ως σκλάβοι στα ρωμαϊκά μεταλλεία. Γότθοι και Γερμανοί ενώθηκαν και δημιούργησαν μία ενιαία δύναμη. Ακολούθησαν μάχες, οι δυνάμεις φύλαξης των συνόρων ηττήθηκαν και ο αυτοκράτορας στην Κων/πολη κλήθηκε να στείλει στρατεύματα ανάσχεσης των εισβολέων. O Ουάλης (ή Βάλης, Flavius Iulius Valens) εξεστράτευσε τότε με το στρατό της ανατολικής αυτοκρατορίας, στην οποία είχε την αρχιστρατηγία. Στις 9 Αυγούστου 378 συγκρούστηκαν στην Αδριανούπολη οι δύο αντίπαλες δυνάμεις, ο ρωμαϊκός στρατός συνετρίβη και ο Ουάλης σκοτώθηκε. Ο διάδοχός του Θεοδόσιος (Flavius Theodosius Augustus) διέθεσε το έτος 382 εκτάσεις στους εισβολείς, οι οποίοι ζούσαν πλέον εντός της αυτοκρατορίας με αυτονομία. Αλλά το σύνορο του Δούναβη έμεινε έκτοτε αφύλακτο και από εκεί συνέρρεαν στο ρωμαϊκό κράτος διαρκώς νέες ορδές. Το έτος 406 δεν ήταν δυνατόν πλέον να κρατηθεί ούτε το σύνορο του Ρήνου στα δυτικά. Η «Μετανάστευση των λαών» βρισκόταν σε εξέλιξη. Η κατάληψη εδαφών ολοκληρώθηκε με την εισβολή το έτος 568 των Λομβαρδών (γερμανικό φύλο, επίσης γνωστοί ως Λογγοβάρδοι) στην Ιταλία. Οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν εθνικό κράτος. Η αποδοχή εισόδου των Γότθων προσφύγων το έτος 376 δεν ήταν κάτι καινούργιο στην πολιτική της αυτοκρατορίας, η Ρώμη ήταν πάντα φιλική προς τους ξένους. Σύμφωνα δε με την παράδοση, ο Αινείας, ο πρόγονος των Ρωμαίων, ήταν ο ίδιος πρόσφυγας από την Τροία. Όταν ο Ρωμύλος ίδρυσε την πόλη, δημιούργησε στο Παλατίνο (Collis Palatium) ένα άσυλο, στο οποίο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από διάφορες περιοχές, οι οποίοι έγιναν Ρωμαίοι. Στα επόμενα, ιστορικά χρόνια ήταν θεμελιώδης κανόνας ρωμαϊκής πολιτικής να αποδέχονται στο κράτος κάθε εργατικό άνθρωπο. Τέτοιο ήταν, μεταξύ άλλων, το σπουδαίο και διάσημο γένος πατρικίων των Κλαύδιων (gens Claudia), από το οποίο προήλθαν αργότερα τέσσερις αυτοκράτορες. Ένας εξ αυτών, ο Κλαύδιος (Tiberius Claudius Caesar Augustus Germanicus) έδωσε πλήρη δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στους Γαλάτες, παραπέμποντας στην προέλευση του γένους του. Λόγω της γεωγραφικής έκτασης της αυτοκρατορίας ήταν φυσικό να μην ήταν οι Ρωμαίοι εθνικά ενιαίοι αλλά να αποτελούν μία νομική ενότητα, συνδεδεμένοι μέσω του αυτοκράτορα, του στρατού και της διοίκησης του κράτους, όπως επίσης με τη λατινική γλώσσα και τον πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί. Η οικονομία βρισκόταν σε άνθηση και η ευημερία των πολιτών ήταν πασιφανής. Αυτό προκάλεσε, φυσικά, το ενδιαφέρον των βαρβαρικών λαών πέρα από τα σύνορα, κυρίως των γερμανικών φύλων στο βορρά. Οι ίδιοι ήταν φτωχοί, ανοργάνωτοι, πολύτεκνοι, πολεμοχαρείς· μετακινούνταν με ευχαρίστηση περπατώντας μεγάλες αποστάσεις και ήθελαν να εισέλθουν στο ρωμαϊκό κράτος, όπου αποτελούσαν πρόκληση τα εύφορα εδάφη και τα υλικά αγαθά. Αυτό άρχισε περί το έτος 100 μ.Χ. με τους Κίμβρους (Kimbern, Cimbri) και τους Τεύτονες (Teutonen, Teutons), οι οποίοι ξεκίνησαν με φυλές, φατρίες και οικοσκευές από τη Βόρεια Θάλασσα και προχώρησαν νότια. Από κάποια εποχή και μετά δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστούν στα όρια του ρωμαϊκού κράτους. Από την εποχή του Καίσαρα ταλαντευόταν η ρωμαϊκή πολιτική μεταξύ απώθησης και αποδοχής· η εθνική πίεση από το βορρά ήταν μόνιμο ζήτημα προβληματισμού στη Ρώμη. Ο Καίσαρ (Gaius Iulius Caesar) απώθησε το στρατό των Σουαβών που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία υπό τον βασιλιά τους Ariovist, αξιοποίησε όμως γι' αυτό το σκοπό Γότθους ιππότες ως βοηθητικό στράτευμα. Υπό τον Αύγουστο (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus) έγιναν αποδεκτοί στο κράτος ολόκληρες φυλές, όπως οι Ούβιοι (Ubier, Ubii) που τους εγκατέστησε στην περιοχή της σημερινής Κολωνίας. Οι αυτοκράτορες διατηρούσαν, μέχρι τα χρόνια του Νέρωνα, μια «γερμανική φρουρά». Ακολούθησαν νεότερες εγκαταστάσεις στο ρωμαϊκό κράτος, επί Τιβέριου κάπου 40 χιλιάδες, επί Νέρωνα λέγεται μέχρι 100 χιλιάδες. Αυτό συνεχίστηκε συστηματικά, οι καινούργιοι έποικοι έπαιρναν καλλιεργήσιμη γη και απασχολούνταν ως αγρότες. Ασκώντας εμπόριο με τις πόλεις και λόγω της θητείας στο στρατό μάθαιναν τα λατινικά, αναμίχθηκαν με τους παλαιούς αγρότες, υιοθέτησαν τους ίδιους θεούς και είχαν ενσωματωθεί σε περίπου δύο γενιές. Με την κυβερνητική πράξη Constitutio Antoniniana 212, πήραν όλοι οι έποικοι την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Πόλεμοι μεταξύ Γότθων. Η πολιτογράφηση των Γότθων μείωσε την πληθυσμιακή πίεση στα σύνορα, δεν την απέτρεψε όμως. Από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι τον Δομιτιανό προέκυπταν διαρκώς επιδρομές. Το σχέδιο των Ρωμαίων να υποτάξουν τη χώρα των γερμανικών φύλων μέχρι τον Έλβα, καταποντίστηκε στο Δάσος των Τευτόνων (Teutoburger Wald). Ο Δομιτιανός αναγκάστηκε να κατασκευάσει περί το 80 μ.Χ. το Limes (Όριο), ένα συνοριακό τείχος ενάντια στους επιδρομείς. Τελείως δεν τα κατάφερε! Από την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου ξεκίνησαν πάλι οι λεηλασίας σε ρωμαϊκά εδάφη, οι οποίες έγιναν πολύ απειλητικές τον 3ο αιώνα, όταν ενοποιήθηκαν Αλαμανοί, Φράγκοι και Σάξονες και έσπασαν το τείχος. Από εκεί επέδραμαν στη Γαλατία και την Ιταλία, ενώ στην Ανατολή προκάλεσαν καταστροφές και το έτος 251 κατανίκησαν τον αυτοκράτορα Δέκιο. Από πλευράς πολεμικής τεχνικής ήταν οι Ρωμαίοι πάντα ανώτεροι, αλλά οι γερμανικοί λαοί είχαν αναβαθμιστεί λόγω της μισθοφορικής στρατιωτικής υπηρεσίας και της χρήσης των ρωμαϊκών όπλων. Κατά κάποιο τρόπο εκσυγχρονίστηκε η πολεμική τεχνική τους με ρωμαϊκή αναπτυξιακή βοήθεια. Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με Ομοιοπαθητική, βάζοντας με κατάλληλες παρεμβάσεις να πολεμούν μεταξύ τους το ένα γερμανικό φύλο εναντίον του άλλου. Αυτό δεν ήταν και πολύ δύσκολο, αφού οι διαφορές μεταξύ των φύλων ήταν διαδεδομένες και πάντα πολεμούσαν μεταξύ τους. Πέρα απ' αυτά, η αξιοποίηση Γότθων μισθοφόρων στον τακτικό στρατό είχε οικονομικά πλεονεκτήματα για τους Ρωμαίους: Οι αγρότες που δεν ενδιαφέρονταν για τον στρατό, μπορούσαν να αφοσιωθούν στην παραγωγή· και οι Γότθοι που έχυναν κατά προτίμηση το αίμα τους παρά τον ιδρώτα τους, υπηρετούσαν και εισέπρατταν στο στρατό. Αφού μεγάλωνε το σώμα των μισθοφόρων στο ρωμαϊκό στρατό, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί ότι ικανοί στρατιωτικοί από τα γερμανικά φύλα αναδεικνύονταν σε επιτελικές θέσεις. Την εποχή του Κων/νου Α', μη ρωμαϊκής καταγωγής ο ίδιος, εμφανίζονται οι πρώτοι Γερμανοί στρατηγοί. Στην ηγετική ομάδα του στρατεύματος είχαν δημιουργηθεί συγγένειες και συμπεθεριά, που έφταναν ακόμα και μέχρι την αυτοκρατορική αυλή. Έτσι προέκυψε μια γερμανο-ρωμαϊκή στρατιωτική αριστοκρατία, ένα γενεαλογικό δίκτυο με διασυνδέσεις, μέσω των οποίων κατά κάποιο τρόπο όλοι που βρίσκονταν σε θέσεις αποφάσεων ήταν συγγενείς. Κατά τον τελευταίο αιώνα του ενιαίου κράτους είχαν αποφασιστικό ρόλο στη πολιτική διοίκηση Γερμανοί όπως οι Φράγκοι Merobaudes και Bauto, ο Βάνδαλος Stilicho, ο Σουαβός Ricimer ή Rikimer, ο Βουργουνδός Gundobad κ.ά. Οι αυτοκράτορες βρίσκονταν στα θερμαινόμενα παλάτια τους στη Ρώμη, τη Ραβένα και την Κων/πολη, χάνοντας όλο και περισσότερο την επαφή με το στράτευμα και κατά συνέπεια με την εξουσία. Το έτος 476 ο φύλαρχος Οδόακρος, πιθανόν Θουρίγγιος, ίσως και Έρουλος στην καταγωγή και με ανατροφή στην αυλή του Αττίλα των Ούννων, πέταξε με την ιδιότητα του Ρωμαίου στρατηγού τον τελευταίο αυτοκράτορα του δυτικού ρωμαϊκού κράτους εκτός εξουσίας και ανακήρυξε τον εαυτό του Ρωμαίο βασιλιά. Το κρατικό μονοπώλιο εξοπλισμών κατέρρευσε. Θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι η πολιτογράφηση των ξένων στο ρωμαϊκό κράτος θα οδηγούσε σε κοινωνική και πολιτισμική ενσωμάτωση. Όμως, όσο περισσότερες ομάδες από τα γερμανικά φύλα εισέρχονταν και όσο υψηλότερες θέσεις στη διοίκηση καταλάμβαναν, τόσο δυσκολότερη γινόταν η ενσωμάτωση. Ζηλοφθονίες και προλήψεις εκδηλώνονταν με κάθε ευκαιρία. Οι γενειοφόροι Γότθοι με τα μακριά παντελόνια και τις γούνες δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από τη φήμη του βάρβαρου. Η εμφάνισή τους τούς περιθωριοποιούσε και η διαφορετική θρησκεία (Αρειανισμός ή εθνική θρησκεία) θεωρείτο αίρεση. Νόμοι ενάντια σε μεικτούς γάμους, ξενικές ενδυμασίες, άγνωστες θρησκείες κ.λπ. δείχνουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Ταυτόχρονα κυκλοφορούσαν κείμενα κατά των ξένων, μεθοδεύονταν μαζικές σφαγές και μεμονωμένες δολοφονίες εναντίων Γότθων, τους οποίους δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν, αλλά και δεν μπορούσαν χωρίς αυτούς, αφού αποτελούσαν τα καλύτερα στρατιωτικά τμήματα. Η κυβέρνηση έχασε σταδιακά τον έλεγχο των επαρχιών, το κρατικό μονοπώλιο διαχείρισης των όπλων δεν μπορούσε πια να διατηρηθεί. Πάνω στον πανικό των εξελίξεων εκδίδονταν απανωτές εγκύκλιοι αλλά δεν ήταν πια δυνατόν να εφαρμοστούν, η εκτελεστική εξουσία παρέπαιε, η περίπλοκη γραφειοκρατία κατέρρευσε. Οι Σάξονες κατέλαβαν τη Βρετανία, οι Φράγκοι τη Γαλατία, οι Αλαμανοί κατέλαβαν την Germania superior (σημερινή νότια Γερμανία και μέρος της σημερινής Ελβετίας). Η Ιταλία καταλήφθηκε από τους Οστρογότθους, η Ισπανία από τους Βισιγότθους και η βόρεια Αφρική από τους Βανδάλους, οι οποίοι πέρασαν στη συνέχεια με πλοία στη νότια Ιταλία και στην Ελλάδα. Στο βαλκανικό χώρο επικρατούσε ανακατωσούρα και στην ανατολική αυτοκρατορία επικρατούσε έκρυθμη κατάσταση λόγω θρησκευτικών συγκρούσεων. Οι αγρότες ήταν παντού αριθμητικά σε υπεροχή, αλλά πολιτικά ήταν αμήχανοι, όντας συνηθισμένοι σε μακρές περιόδους ειρήνης και βέβαιοι ότι θα προστατεύονται και θα κυβερνώνται διά παντός. Τώρα με την κρίση προείχε βέβαια η σωτηρία της ψυχής. Η εκκλησία υποκατέστησε το κράτος, τα μοναστήρια ανέλαβαν την εκπαίδευση. Οι πόλεις, στις οποίες κατοικούσαν οι τσιφλικάδες φτώχυναν. Οι κοινωνικές ομάδες των μορφωμένων εξαφανίστηκαν -οι Γότθοι ενδιαφέρονταν μάλλον για όπλα παρά για βιβλία-, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ενδιέφερε τους εισβολής. Οι οδικές και θαλάσσιες μετακινήσεις δεν ήταν πια ασφαλείς, το ελεύθερο εμπόριο με μακρινές χώρες, που ήταν απαραίτητο για την ευμάρεια του κράτους, έγινε επισφαλές. Παντού διαδόθηκε η ανταλλακτική οικονομία. Τα υδραγωγεία κατέρρεαν, για τα λουτρά δεν υπήρχε ζεστό νερό, δρόμοι και γέφυρες δεν συντηρούνταν πια, στο Ρήνο κυκλοφορούσαν μόνο βάρκες για μεταφορά ανθρώπων και ζώων στην απέναντι πλευρά. Τότε περίπου ξεκίνησε η εποχή που ονομάζουμε σήμερα Μεσαίωνα! Πάντα τίθεται το ερώτημα, γιατί ο πλούσιος και αναπτυγμένος πολιτισμός των Ρωμαίων υπέκυψε στην πίεση των φτωχών Βαρβάρων από τις γύρω περιοχές. Δίνονται διάφορες εξηγήσεις για παρακμή, για μια κοινωνία που εθίστηκε στην ευμάρεια, που αναζητούσε τη γλυκιά ζωή σε ατομικό επίπεδο και η οποία ταυτόχρονα δεν είχε κάτι να αντιπαραθέσει στα γερμανικά φύλα, όταν αυτά επέπεσαν στο κράτος ωθούμενα από τις ανάγκες επιβίωσης. Μικρός αριθμός μεταναστών ήταν δυνατόν να ενσωματωθεί· όταν αυτοί υπερέβησαν όμως ένα κρίσιμο πλήθος και οργανώθηκαν ως αυτοτελής ομάδα που μπορούσε να διαπραγματευτεί αυτοδύναμα, μετακινήθηκε το κέντρο βάρους της εξουσίας: η παλαιά τάξη διαλύθηκε.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Εις μνήμην

Κυριακή πρωί και ο Μήτσος εμφανίστηκε νωρίς στο υπόγειο της Βάσως. Φορώντας το αγαπημένο του ζιβάγκο, ντυμένος επιμελημένα και φρεσκοξυρισμένος όπως πάντα, κατέβηκε αργά τα σκαλιά του υπογείου, και στο πέρασμά του ο τόπος μοσχομύρισε βαριά κολόνια. Τράβηξε μια βαθιά τζούρα και κοίταξε γύρω ερευνητικά ώσπου η ματιά του μας συνάντησε εκεί στη γωνιά, πλάι στο juke box που εκείνη την ώρα έπαιζε τραγούδι του Στράτου. Στο καπηλειό της Βάσως βρισκόμασταν πολύ συχνά. Το μαγαζί βρισκόταν κοντά στο σπίτι του Μήτσου και η Βάσω πρέπει να έφτιαχνε καλό σουβλάκι, αλλιώς πώς να εξηγήσει κανείς πως βρεθήκαμε εμείς εκεί κάτω, νέα παιδιά, σχεδόν έφηβοι ακόμα, μέσα στους καπνούς και τα τσιγάρα, και ανάμεσα σε απόμαχους της ζωής, σε λαϊκούς καθημερινούς ανθρώπους κάποιας ηλικίας που αργόπιναν το κρασάκι τους παρέα με τους καημούς τους. Εδώ σύχναζαν άνθρωποι ταπεινοί, οι πιο πολλοί, βασανισμένοι με πιο χαρακτηριστικό τον Σωκράτη, έναν Έλληνα μετανάστη από τα μέρη της τότε Σοβιετικής Ένωσης, που δούλευε στον δήμο, στα σκουπίδια, και το βράδυ σύχναζε στης Κυρά Βάσως για να παρηγοριέται…. «Α ρε πότε θα ξεμεθύσω για να ρίξω ένα γερό μεθύσι» συνήθιζε να λέει και μείς μες στη τρελή χαρά της νιότης και της ζωής γελούσαμε… O Μήτσος κάθισε σταυροπόδι και χαμογέλασε ακούγοντας τον Στράτο να τραγουδά το «Γιατί καλέ γειτόνισσα». Ήταν ο πιο καλοντυμένος της παρέας. Να φανταστείς πως ακόμη και η ποδοσφαιρική του στολή ήταν προσεγμένη. Αθλητικό παπούτσι ποδοσφαιρικό, στιλβωμένο, γυαλισμένο, άστραφτε στα αλήθεια. Η κάλτσα σκούρα μπλε, τεντωμένη, ανεβασμένη, μόνιμα μέχρι το γόνατο και σορτσάκι γαλάζιο, λαμέ, γυαλιστερό και αυτό και κολλητό στο σώμα του. Ακόμα και τότε, στις αθλητικές του δραστηριότητες, δεν παρέλειπε να λουστεί με την αγαπημένη του κολόνια και ήταν αστείο να τον βλέπεις να τρέχει και να ιδροκοπά σε εκείνα τα επικά ποδοσφαιρικά παιχνίδια του σχολικού διαλλείματος ή της ώρας της γυμναστικής του Καραγιάννη, έτσι στρουμπουλός, σφιγμένος, κολλαρισμένος και παρφουμαρισμένος. Ο Μήτσος αγωνιζόταν στη θέση του οπισθοφύλακα. Αυτό που μας έμεινε αξέχαστο από τις ποδοσφαιρικές του επιδόσεις ήταν ο τρόπος που αντιμετώπισε την εφόρμηση του συμμαθητή μας και αντιπάλου, στο παιχνίδι εκείνο, Γιάννη Παπαϊωάννου. Ο Γιάννης «έμπαινε από αριστερά», όταν ο Μήτσος προσπάθησε να τον ανακόψει μέσα σε αθλητικά πλαίσια. Όλως περιέργως όμως ο Γιάννης, που ήταν ισχνός και αδύναμος, με έναν ελιγμό τον ξεπέρασε και συνέχιζε την κατεβασιά του. Τότε ο Μήτσος απογοητευμένος και εξοργισμένος από αυτό το αδιανόητο συμβάν, μουρμούρισε ένα ¨ε όχι και αυτό¨ και συγχρόνως με μια μεγαλοπρεπή κλωτσιά κλάδεψε από πίσω τον άμοιρο Γιάννη, ο οποίος έχασε τον ισορροπία του και τρικλίζοντας λες και χόρευε ζεϊμπέκικο, σωριάστηκε στο έδαφος. Αυτό το στιγμιότυπο έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη όλης της παρέας. Ο δε Μήτσος τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που συναντούσε τον δικηγόρο πια Γιάννη Παπαϊωάννου, εξακολουθούσε να του ζητά συγγνώμη για αυτό το αντιαθλητικό του μαρκάρισμα. Τα μαγικά εκείνα χρόνια της νιότης, τα μοναδικά και αγαπημένα, ο Μήτσος είχε ένα μικρό μαγνητοφωνάκι. Έτυχε μια μέρα γιορτής στην Ψαρών 10, από τις πολλές μα τόσο λίγες που ζήσαμε μαζί, να σηκωθεί για να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο βαρύ, ίσως του Στράτου, μάλλον του Στράτου, που τον λάτρευε για τη βαθιά φωνή του, για την πάντα σιδερωμένη και με τσάκιση κουστουμιά του και για την μαγκιά του. Όσο η ζεϊμπεκιά προχωρούσε ο Μήτσος αντρειευόταν. Χόρευε αργά, ιεροτελεστικά, όπως όταν έπινε τον καφέ του, ένας μάγκας ωραίος που ερχόταν από τα παλιά. Το μαγνητοφωνάκι, πάνω σε ένα μικρό τραπέζι, έπαιζε τις εξαίσιες μουσικές του, όταν ξαφνικά, δίχως κανένας να το περιμένει, ο Μήτσος το άρπαξε με μια αργή και μεγαλόπρεπη κίνηση και το συνέθλιψε με αληθινή μανία στο πάτωμα. Το μηχάνημα διαλύθηκε σε εκατοντάδες μικρά κομμάτια που γέμισαν το μωσαϊκό του δαπέδου και η παρέα έμεινε για λίγο άφωνη και σαστισμένη πριν ξεσπάσει σε ένα λυτρωτικό γέλιο, πριν αδειάσει ένα ακόμη ποτήρι μέσα στη χαρά εκείνης της γιορτής. Μια άλλη βραδιά πάλι, που γιόρταζε, του Αη Δημήτρη ήτανε, η παρέα αποφάσισε να του κάνει πλάκα. Ήθελε να του θυμίσει το παρατσούκλι «Τουλούμπας» που του είχε «κολλήσει» εξαιτίας της αδυναμίας του στα γλυκά. Του αγοράσαμε λοιπόν για δώρο ένα κουτί γλυκά, μικρά τουλουμπάκια και στριμώξαμε πάνω σ΄αυτά, και διαγωνίως για να χωρέσει, μια μεγάλη τουλούμπα. Όταν μπήκαμε στο σπίτι του ο Μήτσος πρώτα κοίταξε καχύποπτα το κουτί και μετά, απευθυνόμενος σε μας με εκείνο το πονηρό χαμόγελο, είπε μαντεύοντας σωστά: «ρε μπας και είναι τουλούμπες!». Ακολούθησε πολύ γέλιο. Και αυτός με την αγαθή καρδιά του γελούσε πιο πολύ από μας… Ο Μήτσος μετά το τραγούδι του Στράτου άναψε το τσιγάρο του και παράγγειλε τον καφέ του. Αυτή η διαδικασία ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή στη ζωή του, ήταν μια πράξη τελετουργική, μια εμβάπτιση στον κόσμο του άντρα, μια επιστροφή σε μια παλαιότερη ανδρική συνήθεια, ξεπερασμένη για μας τους υπόλοιπους, αλλά για εκείνον, ιδιαίτερα σημαντική που την ακολουθούσε σε όλες της τις λεπτομέρειες και την απολάμβανε όσο τίποτα. Έπαιρνε εκείνη τη στάση του σώματος του βαρύ αλλά κομψού μάγκα, καθόταν σταυροπόδι και απολάμβανε το τσιγάρο του με αργές και βαθιές τζούρες. Χρησιμοποιούσε πάντα ένα αναπτήρα που ήταν σπάνιος, ακριβός και δυσεύρετος. Αυτό το απλό εξάρτημα του ασκούσε πάντα μια παράξενη γοητεία. Τον ήθελε πάντα ιδιαίτερο, μοναδικό, με ξεχωριστές δυνατότητες. Μια φορά μας είχε πει πως ο τάδε αναπτήρας, αν δεν πρόσεχες την ώρα που άναβες το τσιγάρο, μπορούσε ακόμα και να σου τρυπήσει το μέτωπο ακαριαία όπως οι ακτίνες λέιζερ… Τον καφέ του τον έπινε βαρύ γλυκό και τον ήθελε πάντα σερβιρισμένο στο κλασικό λευκό φλιτζάνι με τα χοντρά χείλια. Έτσι όπως τον απολάμβανε αργά αργά και μεγαλόπρεπα θύμιζε άντρες του παλιού καιρού που ξαλάφρωναν από βαριά και ανομολόγητα σεκλέτια. Και η κουβέντα προχωρούσε, και ο Μήτσος με αυτό το αξέχαστο περισπούδαστο ύφος του μας περιέγραφε τα κατορθώματα ενός ξαδέρφου του που ήταν άσσος στη μπάλα, ενός καταπληκτικού κυνηγητικού σκύλου που έπιανε εκατό λαγούς κάθε φορά ή ενός συγγενή του που ήταν ο πιο στενός φρουρός του εκάστοτε προέδρου της Αμερικής. Και ήταν στα αλήθεια ευτυχισμένος περιγράφοντας ανθρώπους και κόσμους ανύπαρκτους και μυθικούς, κόσμους που ο Μήτσος συναντούσε μόνο στο σινεμά. Στα αλήθεια ο κινηματογράφος ήταν μια από τις αγαπημένες αποδράσεις του, ήταν η καταφυγή του. Μεγάλη του αγάπη τα «καουμπόικα» και τα έργα με καράτε όπου ιπτάμενοι Ιάπωνες, ξεπερνώντας και αυτούς ακόμη τους νόμους της φύσης, πάλευαν εναντίων πολλαπλασίων αντιπάλων νικώντας πάντα και όλους. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο των μύθων και των ανυπέρβλητων κατορθωμάτων ο Μήτσος δραπέτευε από τη πραγματική ζωή και αφηνόταν στη μαγεία του φανταστικού. Ίσως γιατί ο κόσμος αυτός του εξασφάλιζε τη θέση που επιθυμούσε και δεν μπόρεσε να κατακτήσει σε τούτη τη ζωή. Σε τούτη τη σκληρή ζωή που, αλλοίμονο, δεν μπόρεσε ποτέ να πατήσει γερά τα πόδια του. Ίσως για το λόγο αυτό ο Μήτσος έκανε και άλλες αποδράσεις. Που πήγαινε, που βολόδερνε χωρίς εμάς, ποιους καημούς του παρηγορούσε, κανείς μας δεν ήξερε με σιγουριά. Χαμένος, κυνηγημένος, απελπισμένος - ποιος ξέρει τάχα - εξαφανιζόταν για καιρό πολύ από την παρέα, ιδίως μετά τον χωρισμό του. Άραγε έψαχνε την καταξίωση, ή ικανοποιούσε την ανασφάλεια και την αφέλειά του, σε ξένες παρέες άγνωστες και αταίριαστες με εκείνον. Αυτή η λεηλατημένη αδύναμη ψυχή του ρημάχτηκε, θαρρώ πιο πολύ, ανακατεμένη και χαμένη ανάμεσα σε αετονύχηδες και καιροσκόπους. Και μεις παρασυρμένοι στη δίνη της δικής μας ζωής, σιωπούσαμε, ξεχνιόμασταν, δεν βλέπαμε, δεν ακούγαμε, δεν ξέραμε. Ένα μόνο μας ήταν φανερό. Πως μακριά από τη γυναίκα της ζωής του και το παιδί του, είχε παραδοθεί, είχε συνθηκολογήσει, είχε χάσει τη μάχη οριστικά. Δεν ήταν λοιπόν ο Μήτσος η καθημερινή μας παρέα. Ούτε ο άνθρωπος που ήξερε όλα τα μυστικά μας. Αυτός ο άλλος του εαυτός τον κρατούσε μακριά. Ήταν όμως κάτι πιο σπουδαίο ίσως, πιο σπάνιο. Ήταν η ατόφια, η νεανική αγάπη που μας ένωσε έτσι μαγικά και παντοτινά. Ήταν μια ζεστή αγκαλιά, μια ζεστή γωνιά που όσο και να ψάξουμε δεν θα ξαναβρούμε ποτέ. Ήταν η αθωότητά μας, τα νιάτα μας, η τρέλα μας, η ανοιχτή ψυχή μας. Ήταν όμως και κάτι άλλο, ήταν που ποτέ δεν μας πίκρανε, που ποτέ δε σήκωσε τη φωνή του, ήταν που σεβάστηκε και αγάπησε και μας και τις οικογένειές μας και τίμησε, με τον δικό του τρόπο, τη φιλία μας. Η ώρα πέρασε γρήγορα αυτό το κυριακάτικο πρωινό της νιότης στo καπηλειό της Βάσως. Η κουβέντα δεν είχε τελειώσει αλλά ο Μήτσος σηκώθηκε να φύγει. Έπρεπε να γυρίσει νωρίς στο σπίτι, ο Κάπρος τον περίμενε, ήταν και αυστηρός. Άφησε στο τραπέζι τα ψιλά του καφέ, χαιρέτησε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια του υπόγειου. Αλλοίμονο όμως, ο Μήτσος δεν θα ξαναγυρίσει πια, ούτε στης Βάσως ούτε στην παρέα μας. Έτσι στα ξαφνικά αποφάσισε να την κοπανήσει πρώτος. Και «έπεσε σαν κεραυνός στη γειτονιά μας το μαντάτο», πως «ο καλύτερος ο φίλος εβασίλεψε σαν ήλιος», ένα βραδάκι του 2012 μέρα Παρασκευή στις 22 του Ιούνη λίγο πριν το ματς Ελλάδας – Γερμανίας για το Euro. Και στη τελετή αποκλήθηκε, όπως όλοι οι αποχωρούντες, «μεταστάς». Και ήχησε παράξενα και σκληρά ο χαρακτηρισμός, όμως η πικρή αλήθεια έμεινε αμετάκλητη όσο και αν ήταν απίστευτη: ο Μήτσος έφυγε και μας άφησε μια για πάντα, και μόνο τότε μας αποκαλύφθηκε πραγματικά πίσω από το εκείνο το πονηρό χαμόγελό του και ήταν σαν να μας έλεγε «μάγκες, σας την έσκασα.…» Ο ακριβός μας Μήτσος, ο ΦΙΛΟΣ μας, που έφυγε και μας γέμισε αναμνήσεις, μοναξιά και τύψεις.
Οκτώβριος 2015.
Αντώνης Νικ. Φελεσάκης