Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Ένας έρωτας αλλιώτικος

Όχι αυτός δεν ήταν εφήμερος, περαστικός. Αυτός ούτε ξεθώριασε ούτε ξεπεράστηκε ποτέ. Ακόμα και σήμερα που το φως λιγοστεύει και οι σκιές περισσεύουν, εκείνος παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους έρωτες, από αυτούς που κρατάνε μια ζωή, από αυτούς που από την πρώτη στιγμή σε μαγεύουν, σε παγιδεύουν και σε κάνουν δικό τους για πάντα. Όλες οι ερωμένες του ήταν σαγηνευτικές, αλλά εκείνη η ασπρόμαυρη, με τα εξάγωνα και τις ραφές, ήταν η πιο ακριβή η πιο περιζήτητη, εκείνη που μας έκανε να ξεροσταλιάζουμε στις προθήκες του βιβλιοπωλείου στην πλατεία της πόλης, έτσι που τη βλέπαμε να δεσπόζει στη βιτρίνα αστραφτερή και ολοκαίνουργια. Ήταν μια γλυκιά πρόκληση, μια απίστευτη επιθυμία που μας κυρίευε, να ενωθούμε μαζί της, να την πάρουμε μαζί μας, να την κάνουμε δικιά μας, στο δωμάτιό μας, και σε εκείνες τις επικές εξορμήσεις, στους δρόμους, στις αλάνες, στα χωράφια, στις εκδρομές, στις κατασκηνώσεις, στις παραλίες και βέβαια στο μοναδικό γήπεδο της μικρής μας πόλης. Και όταν εκείνη πληγωνόταν και σχιζόταν από το ασταμάτητο παιχνίδι, την περιποιούμασταν με περισσή φροντίδα για να την κάνουμε πάλι «καλή» και ικανή να μας παρασύρει ξανά στο χορό της. Είχαμε τόσο πολύ αγωνία να μη την χάσουμε, ώστε είχαμε μάθει να κάνουμε τις περίφημες εσωτερικές ραφές, όταν την επισκευάζαμε, εκείνες τις ραφές που απαιτούσαν τέχνη στο ράψιμο με τη σακοράφα, γιατί δεν έπρεπε να φαίνονται και να εκτίθενται στην τριβή και τη φθορά. Τα απογεύματα μετά τα μαθήματα, χωρίς καλά καλά να έχουμε βάλει κάτι στο στόμα, βγαίναμε στο δρόμο της γειτονιάς, πετώντας στο ράφι τη σχολική τσάντα και στις καλένδες το διάβασμα της αυριανής μέρας. Στα γρήγορα διαμορφώναμε ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου σε ένα αυτοσχέδιο γήπεδο ειδικών κατά την περίσταση διαστάσεων, με αόρατες και αυτονόητες διαγραμμίσεις και με τέσσερις μεγάλες πέτρες που όριζαν στοιχειωδώς τη θέση των τερμάτων. Σε αυτό το αυτοσχέδιο γήπεδο περνούσαμε ατελείωτες ώρες παίζοντας συνήθως με προβληματικές λαστιχένιες μπάλες που στη διάρκεια του παιχνιδιού έσκαγαν πολλές φορές πάνω στα διάφορα αιχμηρά αντικείμενα και στ’ αγκάθια και τις αντικαθιστούσαμε εκ των ενόντων, παίζοντας ανελέητα, μέχρι να σκοτεινιάσει, και κάποιες φορές ακόμα πιο αργά, κάτω από το φως των στύλων της ΔΕΗ, ενώ οι γονείς παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα άναυδοι και απελπισμένοι… Άλλες φορές πάλι περνούσαμε ώρες ατελείωτες παρακολουθώντας την ομάδα της πόλης στις καθημερινές της προπονήσεις. Παρακολουθούσαμε τα πάντα εκστατικοί, αφοσιωμένοι, συνεπαρμένοι, αφιερωμένοι στη στρογγυλή θεά. Η μέρα έφευγε και εμείς μέναμε μέχρι το τέλος της προπόνησης και πολύ μετά, για να μη χάσουμε τίποτε από ό,τι ακολουθούσε: τις συζητήσεις στα αποδυτήρια, τα απολαυστικά και συχνά σπαρταριστά στιγμιότυπα, τα σχόλια, τις προβλέψεις και τις ατάκες του προπονητή και όλα τα παραλειπόμενα της ομάδας. Ήταν ένας έρωτας που μας κρατούσε σε διαρκή ένταση, που είχε κυριέψει τα λογικά μας, που είχε κυριαρχήσει στη ζωή μας. Τις ώρες που δεν παίζαμε μπάλα, που δεν παρακολουθούσαμε μπάλα και που δεν συζητούσαμε για μπάλα, τις αφιερώναμε στη μελέτη των εφημερίδων που μιλούσαν για τη μπάλα. Ρουφούσαμε κυριολεκτικά κάθε είδηση, διαβάζαμε όλες τις κριτικές των αγώνων, αποστηθίζαμε ονόματα αθλητών, δημοσιογράφων, προέδρων, παραγόντων, ενημερωνόμασταν για όλες τις αθλητικές δραστηριότητες, γνωρίζαμε απέξω τις συνθέσεις των περισσοτέρων ομάδων και δεν μας ξέφευγαν ούτε τα νέα των ερασιτεχνικών κατηγοριών. Όλη αυτή η διαδικασία είχε μια ακαταμάχητη γοητεία, γιατί μας άφηνε να φανταζόμαστε και να δημιουργούμε εμείς, με τις δικές μας εικόνες, τον δικό μας υπέροχο κόσμο της μπάλας... Πόσες φορές για χάρη αυτής της στρογγυλής Θεάς πληγώσαμε τα κορμιά μας άλλοτε πέφτοντας με ορμή και αυτοθυσία στα πόδια των αντιπάλων για να τους ανακόψουμε, άλλοτε σκοντάφτοντας πάνω στις πέτρες και στα χαλίκια και άλλοτε κάνοντας βουτιές, μπλονζόν, εκτινάξεις και …ανατινάξεις πάνω στα τριβόλια … Και πόσες φορές πάλι για χάρη της, σταθήκαμε ώρες πολλές, όρθιοι στα καφενεία και στα ΠΡΟ-ΠΟ της πόλης, χωρίς να έχουμε συχνά ούτε τη δραχμή για την πορτοκαλάδα που θα δικαιολογούσε την παρουσία μας εκεί, ώρες πολλές για να παρακολουθήσουμε γεμάτοι έκσταση και πάθος τα μεγάλα παιχνίδια της εποχής μας, με κορυφαίο εκείνο το αξέχαστο παγκόσμιο κύπελλο του 1970, τότε που η Βραζιλία του Πελέ κατακτούσε το τρόπαιο, τότε που από τους πανηγυρισμούς κοντέψαμε να γκρεμίσουμε το ΠΡΟ-ΠΟ, τότε που ακόμα και ο ιδιοκτήτης του, τρελός από ενθουσιασμό για τα γκολ της Βραζιλίας κλωτσούσε με μανία τις καρέκλες και την άλλη μέρα μας παραπονιόταν πως του ¨χαλάσαμε¨ το μαγαζί… Και ήταν που για χάρη της δημιουργήσαμε την ομάδα της γειτονιάς μας, τον Φίλιππο, από το όνομα του ομώνυμου δρόμου και «κατασκευάσαμε» και το γήπεδό της σε ένα μικρό ακάλυπτο χώρο. Θα ήταν 50-60 μέτρα μήκος και λίγο λιγότερα πλάτος. Χώρος πολύ μικρός και μάλλον ακατάλληλος για μπάλα. Το κυριότερο μειονέκτημα του ήταν ότι γειτόνευε με το ποτάμι. Έτσι κάθε φορά που η μπάλα έφευγε, και ήταν άπειρες αυτές οι φορές, τρέχαμε κάτω μέχρι την κοίτη του ποταμιού να την μαζέψουμε. Όμως αυτό δεν μας πτοούσε καθόλου. Με απίστευτο μεράκι και υπομονή μεταμορφώσαμε αυτό το χωράφι σε ένα μίνι γήπεδο - προπονητήριο, με δοκάρια, τέρματα και δίχτυα, όλα φτιαγμένα με αυτοσχέδιους και ευρηματικούς τρόπους. Εκεί περνούσαμε ώρες ατελείωτες με αχώριστη συντροφιά μας τη μπάλα. Στη πόλη υπήρχαν, εκτός του Φιλίππου, και άλλες αυτοσχέδιες ομάδες γειτονιάς, πολύ πιο οργανωμένες και πιο δυνατές. Και πολύ συχνά, συνήθως τα κυριακάτικα πρωινά, γίνονταν ποδοσφαιρικές συναντήσεις ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες. Σ’ αυτούς τους επικούς αγώνες έβλεπε κανείς παιδιά να μάχονται κυριολεκτικά για την τιμή, την υπόληψη και το γόητρο της γειτονιάς, παίζοντας με αυταπάρνηση και φανατισμό για τη νίκη. Άλλοτε πάλι, παιδιά από διαφορετικές γειτονιές συγκροτούσαν ομάδες αντιπροσωπευτικές της πόλης που έπαιξαν με διπλανά χωριά. Τότε το διακύβευμα ήταν το γόητρο ολόκληρης της πόλης… Πάνε ίσως σαράντα δυο χρόνια όταν, για χάρη της, ένα κυριακάτικο πρωινό, δυο νεαροί ξεκίνησαν τρέχοντας μια διαδρομή έντεκα χιλιομέτρων για να παρακολουθήσουν ένα δύσκολο αγώνα της ομάδας σε ένα διπλανό χωριό. Σαράντα δύο χρόνια πριν και όμως η εικόνα μοιάζει χθεσινή: γλυκό κρύο πρωινό, μουντός συννεφιασμένος καιρός με λίγες ίσως σταγόνες βροχής και μπροστά ο θαμπός ορίζοντας του μακεδονικού κάμπου, ελαφρύ άνετο τρέξιμο προπόνησης, και με την ανείπωτη αύρα της φιλίας να τους συνοδεύει και να τους διαπερνά σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Στο τέλος λίγο πριν την είσοδο στο χωριό το λεωφορείο της ομάδας τους προλαβαίνει και εκείνοι κουρασμένοι αλλά αμήχανοι και χαμογελαστοί επιβιβάζονται για το υπόλοιπο της διαδρομής, μπροστά στα έκπληκτα μάτια φιλάθλων και αθλητών που δυσκολεύονται να πιστέψουν πως αυτά τα δυο παιδιά είχαν το κουράγιο να διανύσουν τρέχοντας τόσα χιλιόμετρα για χάρη της ομάδας. Αλλά δεν ήταν μόνο η ασπρόμαυρη η μοναδική ερωμένη. Ήταν και η άλλη η κατάλευκη. Σε εκείνα τα χρόνια, τότε που μπάλα για τους πιο πολλούς σήμαινε μόνο ποδόσφαιρο, τότε που η επίσημη αθλητική προπαγάνδα της δικτατορίας επένδυε μόνο στο ποδόσφαιρο, το γυμνάσιο της πόλης μας πρωτοτυπούσε και πρωτοπορούσε. Μόνοι ή σχεδόν μόνοι, με τη βοήθεια του γυμναστή, ενός αξεπέραστου εραστή του παιχνιδιού και του αθλητισμού, που και μόνο στη θύμησή του τα μάτια θαμπώνουν από δάκρυα συγκίνησης και ευγνωμοσύνης, οι μαθητές του Γυμνασίου της πόλης είχαν ανάγει το βόλεϊ στο κορυφαίο άθλημα του σχολείου και συναγωνίζονταν ισότιμα πολυπληθέστερες πόλεις και περιοχές της Μακεδονίας. Οι αθλητικές αναμετρήσεις για το σχολικό πρωτάθλημα ανάμεσα στο Γυμνάσιο της πόλης και σε αντίστοιχα άλλων μακεδονικών πόλεων ήταν κάτι το ασύλληπτο για εκείνα τα χρόνια αλλά πολύ περισσότερο για σήμερα. Τα μαθήματα διακόπτονταν τη συγκεκριμένη μέρα για κάποιες ώρες και σύσσωμη η κοινωνία του Γυμνασίου, καθηγητές, μαθητές, επιστάτες, καθαριστές, παρακολουθούσαν το παιχνίδι ξεσπώντας συχνότατα σε ιαχές επιδοκιμασίας και συμπαράστασης προς τους μαθητές-αθλητές. Αυτό το εκπληκτικό σκηνικό συμπλήρωνε η ανεπανάληπτη εικόνα ενός ανοικτού γηπέδου βόλεϊ, φροντισμένου μεθοδικά, στρωμένου με λευκό χαλίκι, με περιποιημένο το δίχτυ του και φρεσκοβαμμένες τις κολώνες που το στήριζαν, με ασβεστωμένες τις διαχωριστικές γραμμές του, και με το διαχρονικό μότο «νοῦς ὑγιὴς ἐν σώματι ὑγιεῖ» να δεσπόζει στον απέναντι τοίχο. Αλλά αγαπήσαμε και την πορτοκαλί μπάλα. Χρόνια πολλά πριν το μπάσκετ γίνει η αγαπημένη ενασχόληση των νέων στην Ελλάδα, το σχολείο και αργότερα η πόλη συγκρότησε ομάδες μπάσκετ και έκανε μια αρχή. Χωρίς προπονητές, χωρίς στοιχειώδεις υποδομές, αλλά με την βοήθεια λίγων εμπνευσμένων ανθρώπων που αγαπούσαν τον αθλητισμό, δημιουργήσαμε μια ομάδα, την πρώτη ομάδα μπάσκετ του σχολείου και της πόλης, παίξαμε σε κατηγορία, κάναμε κάτι, ανοίξαμε τον δρόμο. Ηρωικές εποχές, φτάνει να θυμηθούμε τα ξύλινα ταμπλό, και το τσιμεντένιο δάπεδο του πρώτου γηπέδου της πόλης. Φτάνει να θυμηθούμε τις στρατιωτικές αρβύλες, τις κομμένες στο μπροστινό μέρος για να είναι ελεύθερα τα δάκτυλα των ποδιών που φορούσε όταν έπαιζε ο παίκτης-προπονητής της πρώτης μας ομάδας, μιας και δεν υπήρχαν αθλητικά παπούτσια στο νούμερό του! Φτάνει να θυμηθούμε πως τα βασικά, τα περίφημα fundamentals του μπάσκετ που λένε και οι αμερικάνοι, τα διδαχτήκαμε παρακολουθώντας στην τηλεόραση Beograd TV, τους μεγάλους άσσους της ενωμένης, τότε, Γιουγκοσλαβίας του Τίτο, Τσόσιτς, Σλάβνιτς, και τόσους άλλους να αγωνίζονται στο σπουδαίο πρωτάθλημα της χώρας τους, αυτούς τους αθλητές που κατέκλυσαν τη Ελλάδα στα κατοπινά χρόνια. Φτάνει να θυμηθούμε το αυτοσχέδιο καλάθι στην ταράτσα του σπιτιού, χωρίς ταμπλό, καμωμένο από μπετόβεργα και προσαρμοσμένο στο στύλο που στήριζε το σύρμα που η μάνα άπλωνε τη μπουγάδα της! Και ήταν η μπάλα πάλι η αφορμή για εκείνες τις υπέροχες και περιπετειώδεις εκδρομές που συχνά επιχειρούσαμε πότε στα κοντινά χωριά και πότε στις πόλεις της Μακεδονίας, στις Σέρρες, στη Θεσσαλονίκη, στην Αλεξανδρούπολη. Αιτία οι διάφοροι σχολικοί αγώνες βόλεϊ και μπάσκετ, οι φιλικές ποδοσφαιρικές συναντήσεις, και οι αγώνες για τα πρωταθλήματα των τοπικών ενώσεων… Και ήταν εκδρομές με αξέχαστα και σπαρταριστά στιγμιότυπα αλλά και με μεγάλες συζητήσεις και αναζητήσεις που έχτισαν σχέσεις που έμελλε να αντέξουν … Και τα χρόνια πέρασαν… και κινήσαμε γι’ αλλού πια… Αλλά είπαμε πως αυτός ο έρωτας κρατάει πολύ. Πιο συστηματικά και επαγγελματικά τώρα, η μπάλα συνέχιζε να είναι η καθημερινή συντροφιά και ενασχόλησή μας, τόσο στα τελευταία χρόνια του Γυμνασίου όσο και στους αθλητικούς συλλόγους και στο στρατό. Και αυτό παρά τον μεγάλο βραχνά του αύριο, και της αποκατάστασης που μας τυραννούσε. Ίσως γιατί η συντροφιά της λειτούργησε λυτρωτικά εκείνο τον δύσκολο καιρό. Ίσως γιατί εκεί βρήκαν καταφύγιο η ανασφάλεια και η αναζήτηση, τα όνειρα και η ελπίδα. Και δημιουργήθηκαν σχέσεις και συντροφιές και φιλίες και έρωτες που κράτησαν, και γεννήθηκαν αναμνήσεις που μας σημάδεψαν, και δικαιώθηκαν επίμονες προσπάθειες που μας γέμισαν ανείπωτες χαρές. Βεβαίως στον δρόμο αυτό υπήρξαν και δυσκολίες πολλές, σοβαροί τραυματισμοί και εγχειρήσεις, αλλά εμείς σταθήκαμε εκεί, πιστοί για χρόνια στη σαγήνη του έρωτά της. Ώσπου οι αντοχές μειώθηκαν, οι καταστάσεις άλλαξαν, τα χρόνια μας πήραν. Δεν ήταν που δε θέλαμε πια, ήταν που δεν μπορούσαμε. Αλλά ακόμη και τότε ακόμη και τώρα, βρίσκουμε το χρόνο και τον τρόπο να είμαστε συνεπείς στα λιγοστά πια ραντεβού μαζί της… Αυτή η μπάλα, αυτός ο ιδανικός έρωτας, αυτή η στρογγυλή Θεά… Έτσι όπως τη βλέπω σήμερα να κυκλοφορεί σε αφθονία στις σύγχρονες αθλητικές συναντήσεις και κάθε φορά που βγαίνει εκτός αγωνιστικού χώρου, - άουτ ή αράουτ όπως λέγαμε τότε, -και οι νεαροί να την αντικαθιστούν αμέσως ρίχνοντας στο γήπεδο αμέσως δυο, τρεις η και τέσσερις άλλες, εφεδρικές, απόλυτα όμοιες, για να συνεχιστεί το παιχνίδι, νοσταλγώ εκείνη την άλλη εποχή, τότε που τα πιο πολλά πράγματα στη ζωή ήταν δύσκολα και ακριβά, τότε που η ίδια η ζωή μας ήταν δύσκολη και ακριβή, τότε που λαχταρούσαμε πολύ, πεθυμούσαμε πολύ και αγαπούσαμε πολύ. Και ναι, την ερωτευτήκαμε πολύ τη μπάλα… Την αγαπήσαμε πολύ και για τη χαρά του παιχνιδιού που απλόχερα μας χάρισε αλλά πιο πολύ γιατί μας δίδαξε αξίες και ιδανικά που από τότε συντροφεύουν το διάβα μας: το ομαδικό πνεύμα, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, τη φιλία και μας έμαθε, άλλους νωρίς και άλλους αργότερα, να κερδίζουμε και να χάνουμε, έτσι όπως ακριβώς έμελλε να συμβεί στο μεγάλο παιχνίδι του αύριο, στο παιχνίδι της ζωής.
Αντώνης Νικ. Φελεσάκης
13.04.2016

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

ΠΟΝΤΙΟΙ ΚΑΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ

ΕΚΛΕΙΣΑΝ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΛΎΤΕΡΟ ΤΡΟΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΛΗΞΗΣ ΤΗΣ 1ης ΜΑΘΗΤΙΑΔΑΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΖΑΝΗΣ.
https://youtu.be/7DeNVq-xODE

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Σκέψεις πάνω σε μια διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη

Γράφει: Κώστας Παπαχρήστου
Ως αντικείμενο ακαδημαϊκής συζήτησης, ο Δημήτρης Λιαντίνης είναι πάντα επίκαιρος. Έτσι, πιστεύω πως δεν είναι ποτέ «πολύ αργά» για να μιλήσει κάποιος γι’ αυτόν. Παρακολούθησα πρόσφατα, για μία ακόμα φορά, την ιστορική διάλεξή του με θέμα: «Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» (δείτε το video που παρατίθεται στο τέλος). Ο Λιαντίνης παρομοίασε τη διάλεξη με επιστημονικό «συμπόσιο», κάτι που ασφαλώς δεν ήταν. (Σημειώνω, για την ιστορία, ότι το κοινό αποτελείτο από στρατιωτικούς γιατρούς.) Βλέποντας τη διάλεξη, θαύμασα και πάλι την ευρυμάθεια και το έξω από τα ανθρώπινα μέτρα μνημονικό του καθηγητή. Ταυτόχρονα, όμως, έμεινα με κάποια ερωτήματα που, δυστυχώς, ο άνθρωπος που κατήγγειλε τον θάνατο του δασκάλου («πέθανε ο δάσκαλος») φρόντισε με την πρόωρη αποχώρησή του να μείνουν αναπάντητα, αφού ήταν αυτός ο ίδιος, τελικά, που διέπραξε τον φόνο! Πάνω σ’ αυτά τα ερωτήματα θα ήθελα να μιλήσω, τονίζοντας εξαρχής ότι τοποθετούμαι από τη σκοπιά ενός απλού ακροατή, όχι ενός ειδήμονος στη Φιλοσοφία (κάτι που δεν είμαι). Κάποιου που, ίσως, θα ήθελε να βρισκόταν στο αμφιθέατρο για να διατυπώσει τις συνηθισμένες, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, απορίες που ακούγονται στο τέλος μιας ομιλίας… Σταχυολογώ καταρχήν μερικά σημεία της ομιλίας που θεωρώ σημαντικά, διατηρώντας κατά το δυνατόν τα αυθεντικά εκφραστικά μέσα του ίδιου του Λιαντίνη (δικές μου επισημάνσεις εμφανίζονται μέσα σε αγκύλες). Σημειώνω ότι ο Λιαντίνης (προς απογοήτευσή μου, ομολογώ) αποφεύγει να δώσει τον ορισμό του θανάτου («τι είναι θάνατος, όλοι ξέρουμε», «ο ορισμός είναι φοβερά δύσκολο πράγμα»), αναπτύσσοντας έτσι ένα θέμα του οποίου το βασικό αντικείμενο δεν καθορίζεται απόλυτα. 1. Την Αττική Τραγωδία γέννησε η διαλεκτική σχέση των Ελλήνων με τον θάνατο. Είναι ένα γέννημα από αυτό το «πνευματικό αντιμέτρημα» που είχαν οι Έλληνες με το φαινόμενο του θανάτου. Για να υποστηρίξει την άποψή του αυτή, ο Λιαντίνης παραθέτει ως «γεωμετρική απόδειξη» το γεγονός ότι όλοι οι τραγικοί ήρωες πεθαίνουν στο τέλος του δράματος. 2. Ο θάνατος είναι ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν. Από την Αστροφυσική και την Κοσμολογία είναι γνωστό ότι ακόμα και οι αστέρες πεθαίνουν (π.χ., οι μελανές οπές είναι «αστρικά πτώματα»). Και, κάθε στιγμή, ολόκληρος ο πλανήτης μας είναι «ένα σφαγείο» όπου άνθρωποι, ζώα, φυτά, πεθαίνουν, συχνά με φριχτό τρόπο. Η ζωή είναι ένας απέραντος στίβος πιθανοτήτων και δυνατοτήτων. Ένα μόνο είναι βέβαιο, ασφαλές κι απόλυτο (όχι απλά πιθανό ή δυνατό): ο θάνατος! 3. Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της Φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, η ίδια η Φιλοσοφία δεν είναι παρά ο στοχασμός του ανθρώπου πάνω στο φαινόμενο του θανάτου: «Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου» (Πλάτωνος «Φαίδων»). 4. Η λέξη «τέλος» έχει διττή σημασία. Σημαίνει το τέρμα αλλά και το σκοπό. Όλα όσα κάνουμε στη ζωή μας αποβλέπουν σε ένα πράγμα: στο τέλος, στο θάνατό μας. Ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας. Ό,τι κάνουμε είναι μια ανοιχτή δυνατότητα που θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από τη στιγμή του θανάτου μας, από το πώς θα πεθάνουμε. Τίποτα δεν μπορούμε να πούμε για τη ζωή μας αν δεν δούμε το τέλος μας (αναφέρεται στο παράδειγμα Σόλωνος και Κροίσου). [Μου δίνεται η εντύπωση ότι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν βιώνουμε ποτέ το παρόν για το ίδιο το παρόν αλλά για μια απροσδιόριστη, οριακή στιγμή του μέλλοντός μας. Με άλλα λόγια, είμαστε «νεκροί σε σειρά αναμονής»!] 5. Το «φάρμακο» που θα μας απαλλάξει από το φόβο του θανάτου είναι η απαλλαγή από τον εγωισμό μας («ορμή προς διατήρηση του είδους» τον ονομάζει). Αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτό μας που δεν μπορούμε να τον σκεφτούμε αποκομμένο από τη Φύση. Θα πρέπει να λέμε: «Είμαι κι εγώ όπως όλα τα άλλα στοιχεία της Φύσης, όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μια πέτρα, μια κρήνη, ένα όρος…» Να αποστασιοποιηθούμε, δηλαδή, από τον εαυτό μας και να τον δούμε σαν ένα κομμάτι της Φύσης. Έτσι θα απαλλαγούμε από το φόβο του θανάτου. [Προβληματίζει η φαινομενική αντίφαση ανάμεσα στο «αποκομμένο από τη Φύση» και το «σαν ένα κομμάτι της Φύσης», με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται πιο πάνω στις αντίστοιχες φράσεις.] 6. Επικαλούμενος τον Freud, ο Λιαντίνης ισχυρίζεται πως, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον θάνατο ενός συνανθρώπου, ακόμα κι αν νομίζουμε ότι λυπόμαστε, κατά βάθος βιώνουμε ένα αίσθημα χαράς που εμείς είμαστε ζωντανοί! [Το πώς θα ηχούσε αυτό το επιχείρημα σε εκείνους που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν μετά την απώλεια αγαπημένου προσώπου, είναι ασφαλώς ζήτημα της Ψυχολογίας, όχι της Φιλοσοφίας…] 7. Ο έρωτας είναι συνάρτηση του θανάτου. Μια έντονα ερωτική κατάσταση, μια βαθιά ερωτική βίωση, ποτέ δεν θα τη ζήσουμε στη φυσική της διάσταση και δεν θα είναι αληθινή αν δεν συνοδεύεται από το φαινόμενο του θανάτου. Γι’ αυτό όλοι οι μεγάλοι ποιητές που μας περιέγραψαν μεγάλους έρωτες, τους οδηγούν στην καταστροφή (π.χ., Ρωμαίος και Ιουλιέτα). [Στην «Γκέμμα» (σελ. 14) ο Λιαντίνης γράφει ότι «ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το θάνατο είναι θέμα της κωμωδίας». Αναρωτιέμαι, εν τούτοις, αν η δραματική ποίηση, για να θεωρηθεί σημαντική, πρέπει εξ ορισμού να αδυνατεί να περιγράψει τον έρωτα σαν πηγή ζωής και σαν λόγο ύπαρξης κι αιτία αναγέννησης του ανθρώπου. Σε επίπεδο μουσικής, θα πρέπει μήπως να καταδικάσουμε τον Parsifalτου Wagner ως στερούμενο δραματικής αξίας, με το αιτιολογικό ότι ο έρωτας λειτουργεί ως μέσο αυτογνωσίας αντί ως μέσο καταστροφής;] Μετά το πέρας της κύριας ομιλίας, και σε ερώτηση ακροατή πάνω στο θέμα «έρωτας και θάνατος», ο Λιαντίνης απαντά λέγοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Η ερωτική μας ένταση, όταν της αφαιρέσεις το στοιχείο του κινδύνου, της απειλής, της καταστροφής, με ακραία μορφή το θάνατο, είναι μισή, είναι (πράγμα) αφύσικο, είναι ένα φαινόμενο που κάπου καταντάει πια πλαδαρό!» Και συνεχίζει κάνοντας μια περίεργη, για παιδαγωγό, τοποθέτηση που δείχνει (το λέω με επιφύλαξη, γιατί ο λόγος του είναι κάπως συγκεχυμένος) να κατακρίνει την αυτοπροστατευτική στάση των σημερινών νέων στον έρωτα: «Γι’ αυτό ακριβώς και σήμερα με την ερωτική ελευθεριότητα, με το ότι ξεφεύγουμε τους κινδύνους, βρίσκουμε λύσεις εναλλακτικές, κλπ., έχουμε καταντήσει και λέμε τα κορίτσια μας (…) ‘φλωρίνες’ και τα αγόρια τα λέμε ‘φλώρους’: δεν ξέρουν να ερωτευτούν.» Τέλος, σε ερώτηση άλλου ακροατή για την ύπαρξη ζωής μετά τον θάνατο, ο Λιαντίνης έδωσε μία μάλλον αναμενόμενη, για έναν εκ πεποιθήσεως άθεο, απάντηση: «Υπάρχει μία ‘ζωή’ μετά θάνατον, η ακόλουθη: Εκείνο που μένει όταν θα πεθάνουμε είναι η καλή μνήμη που αφήνουμε στους ανθρώπους. Είναι αυτό που λέμε στη Φιλοσοφία, ‘ενδοκοσμική αθανασία’.» Όπως γρήγορα γίνεται φανερό στη συνέχεια, αυτή η οιονεί «αθανασία» στην οποία αναφέρεται δεν είναι άλλη από το ματαιόδοξο κυνήγι της υστεροφημίας. Ανθρώπινη αδυναμία από την οποία δεν ξέφυγε ούτε ο μυθικός Οδυσσέας, όπως πολύ εύστοχα, ομολογώ, καταδεικνύει ο ομιλητής χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από την «Οδύσσεια». Παρακολουθώντας την ομιλία, εντόπισα κάτι που, σ’ εμένα τουλάχιστον τον μη-ειδικό στη Φιλοσοφία, φαντάζει σαν εσωτερική αντινομία του λιαντινικού συστήματος θεώρησης του θανάτου. Συγκεκριμένα, ο Λιαντίνης μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα σε μια αιτιοκρατική και μια τελεολογική ερμηνεία του φαινομένου. Ας εξηγήσω τι εννοώ, ξεκινώντας από μερικούς απαραίτητους ορισμούς. Ως αιτιοκρατία χαρακτηρίζουμε τη φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία το κάθε τι που συμβαίνει καθορίζεται απόλυτα από προηγούμενες αιτίες και δεν γίνεται κατά τρόπο τυχαίο. Αν ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε μπορούμε να πούμε ότι το Β συνέβη επειδή προηγήθηκε το Α. Δηλαδή, το αίτιο καθορίζει το αποτέλεσμα. Σύμφωνα με την τελεολογία, από την άλλη μεριά, τα πάντα στον κόσμο διέπονται από ένα σκοπό, προς εκπλήρωση του οποίου τείνουν. Δηλαδή, όλα τα φαινόμενα υπηρετούν μια προκαθορισμένη σκοπιμότητα. Έτσι, αν πάλι ονομάσουμε Α το αίτιο και Β το αποτέλεσμα, τότε λέμε ότι το Α συνέβη ώστε να επακολουθήσει το Β. Με άλλα λόγια, το αίτιο δικαιώνεται από το αποτέλεσμα. Στην αρχή της ομιλίας, ο θάνατος παρουσιάζεται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ζωής, με το οποίο ο άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί. Είναι «ο κυρίαρχος νόμος που κρατεί στο Σύμπαν» και αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα για τον άνθρωπο. Είναι σαφές εδώ ότι ο θάνατος (ως αποτέλεσμα) υπάρχει λόγω του ότι προϋπήρξε η ζωή, και θα έχανε κάθε νόημα χωρίς αυτήν. Βλέπουμε έτσι μια αιτιοκρατική αντίληψη της ιδέας του θανάτου. Στη συνέχεια, όμως, ακούμε ότι «ο θάνατός μας είναι και ο σκοπός της ζωής μας» και πως «ό,τι κάνουμε θα προσδιοριστεί, θα αξιολογηθεί, θα δικαιωθεί ή θα αποκατασταθεί από το πώς θα πεθάνουμε». Με άλλα λόγια, κύριος (αν όχι μοναδικός) σκοπός της ζωής μας είναι η προετοιμασία του θανάτου μας. Η ζωή (ως προϋπάρχον αίτιο) αποτιμάται από το αποτέλεσμά της, τον θάνατο, και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κυρίως ως πεδίο προετοιμασίας του θανάτου, χωρίς τον οποίο η ζωή θα έχανε το νόημά της. Μια εμφανώς τελεολογική αντίληψη του νοήματος της ζωής. Θα τολμούσα να υποθέσω ότι, κατά τον Λιαντίνη, δεν έχει τόση σημασία το πώς έζησε κάποιος, όση το πώς πέθανε. Κι αν θέλει να πεθάνει με τον «σωστό τρόπο», θα πρέπει να φροντίζει γι’ αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό μιας επίκαιρης παρατήρησης. Ζούμε στις μέρες μας τον εφιάλτη μιας δολοφονικής και ανεξέλεγκτης, προς το παρόν, παγκόσμιας τρομοκρατίας. Τις κοινωνίες μας απειλεί μια ολοένα αυξανόμενη ομάδα φανατικών, τα μέλη της οποίας διακατέχονται από μια μεθοδικά καλλιεργημένη και καλά ριζωμένη ιδέα: πως ολόκληρη τη ζωή τους οφείλουν να την αφιερώσουν στην προετοιμασία ενός εκούσιου θανάτου που θα τους χαρίσει την αθανασία. Στόχος, ο αφανισμός των «απίστων» και η βίαιη μετάβαση του κόσμου που γνωρίζουμε σε μια νέα τάξη πραγμάτων, κάτι που θα ισοδυναμούσε με πολιτισμική οπισθοδρόμηση προς τον σκοταδισμό. Χωρίς, φυσικά, να έχω την παραμικρή πρόθεση να συγκρίνω διακριτές και άσχετες μεταξύ τους κοσμοθεωρίες, δεν μπορώ να μη σταθώ σε κάποιες αξιοπρόσεκτες ομοιότητες. Μεταξύ αυτών βρίσκονται και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά συμπεριφοράς των «οπαδών»: φανατισμός, μισαλλοδοξία, εχθροπάθεια προς την αντίθετη άποψη, κατασυκοφάντηση – ενίοτε σε υβριστικούς τόνους – των διαφωνούντων (έχω προσωπική πείρα)… Ως παιδαγωγός, πιστεύω πως κάθε διδασκαλία θα πρέπει να στοχεύει στην ψυχική και πνευματική ανύψωση του ανθρώπου και στην ανάδειξη της αξίας της ζωής. Στους μαθητές μας – μα και στην κοινωνία, ευρύτερα – θα πρέπει να διδάσκουμε τον θάνατο όχι ως υπέρτατη αξία, στην προοπτική της οποίας ο άνθρωπος οφείλει να αφιερώσει την κάθε στιγμή της ζωής του, αλλά σαν ένα οριακό γεγονός μιας πορείας συνειδητότητας κι αυτογνωσίας (για να θυμηθούμε και τον – αγαπημένο στον Δ. Λιαντίνη – Σωκράτη). Πορεία που πρέπει να διανύσουμε όχι μόνο για το τέλος της (που δεν ταυτίζεται με το σκοπό της) μα κυρίως για το ίδιο το ταξίδι, όπως θα ‘λεγε κι ο ποιητής, επίσης αγαπημένος στον Λάκωνα ομιλητή!
Video: https://youtu.be/FtOdw4oDhTA
απο το blog του φίλου Κώστα Παπαχρήστου. http://costaspap.blogspot.gr/

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Το όραμά μου για μια άλλη Ελλάδα!

Μου ζήτησαν να περιγράψω πώς οραματίζομαι μια νέα Ελλάδα. Θα το επιχειρήσω, λοιπόν, μέσα στον περιορισμένο χρόνο που μου έχει δοθεί... Καταρχήν, η χώρα που δίδαξε την ελεύθερη διακίνηση της σκέψης δεν είναι διανοητό να έχει κλειστά και φρουρούμενα σύνορα. Τα σύνορα της Ελλάδας θα πρέπει να είναι πάντα ανοιχτά, με ελεύθερη διάβαση για όλους τους πολίτες του κόσμου, ιδιαίτερα τους φτωχούς κι απελπισμένους. Η αστείρευτη ελληνική γη νομίζω πως μπορεί να μας θρέψει όλους! Στη χώρα που εφηύρε το πολίτευμα που εξασφαλίζει την ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν έχουν θέση ελιτίστικες διακρίσεις ανάμεσα σε «αρίστους» και «μη αρίστους». Οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ίσοι. Ένας «λιγότερο ευφυής» (σύμφωνα με τα καθιερωμένα σαθρά αστικά πρότυπα) δεν είναι κατώτερος από έναν «περισσότερο ευφυή», είναι απλά διαφορετικά προικισμένος. Και τίποτα δεν θα ‘πρεπε να τον εμποδίζει να διεκδικεί και να καταλαμβάνει δημόσιες θέσεις, ακόμα κι αν είναι θέσεις εξουσίας! Σημαντικό είναι επίσης να εξαλείψουμε τις ανισότητες που γεννά το χρήμα. Στην Ελλάδα που οραματίζομαι δεν θα υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, δεν θα χωρίζονται οι άνθρωποι σε «πλούσιους» και «φτωχούς». Ξέρω βέβαια πως είμαστε μια πολύ φτωχή χώρα. Έτσι, ισότητα δεν μπορεί να σημαίνει στην πράξη πως θα γίνουν όλοι πλούσιοι. Το μόνο εφικτό και κοινωνικά δίκαιο είναι να γίνουν όλοι εξίσου φτωχοί! Κι ο πλούτος των ισχυρών ας πάει στα χέρια της Πολιτείας, να τον διαχειριστεί όπως εκείνη κρίνει για τις ανάγκες του λαού. Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, πιστεύω ότι λίγοι χάρτινοι τίτλοι δεν κάνουν απαραίτητα τον διδάσκοντα σοφότερο από τον διδασκόμενο! Οραματίζομαι ένα σχολείο κι ένα πανεπιστήμιο όπου ο μαθητής κι ο δάσκαλος θα έχουν ισότιμους ρόλους στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών κανόνων και θα συναποφασίζουν για όλα τα ζητήματα με τρόπο δημοκρατικό. Η αμφισβήτηση αυτού του δικαιώματός τους θα μπορούσε δικαιολογημένα να οδηγήσει τους νέους σε κάποιες μορφές δυναμικών ενστάσεων, τις οποίες μια δημοκρατική Πολιτεία οφείλει όχι μόνο να αντιμετωπίζει με πνεύμα κατανόησης αλλά και να τις υπερασπίζεται με κάθε τρόπο! Οραματίζομαι μια χώρα όπου το αγαθό της απόλυτης ελευθερίας θα στέκει πάνω από παρωχημένες και κατά βάση αντιδημοκρατικές έννοιες όπως ο «νόμος» και η «τάξη». Αν ο πολίτης, εξασκώντας την ελευθερία της επιλογής του, αναγκάζεται κάποτε να παραβεί τους νόμους, είναι οι ίδιοι οι νόμοι που χρειάζονται επανεξέταση, όχι ο «παραβάτης» που χρειάζεται τιμωρία! Ειδικά, ο αστυφύλακας, τα δικαστήρια κι οι φυλακές δεν είναι κατάλληλη και δίκαιη απάντηση σε όσους δεν έχουν άλλο τρόπο, έξω από την υποτιθέμενη «βία», για ν’ ακουστεί η φωνή τους σε μια κοινωνία χάριν της οποίας δίνουν καθημερινό αγώνα για ισότητα και δικαιοσύνη. Μια κοινωνία που τόσο εύκολα, εν τούτοις, κολλά σ’ αυτούς τους αγωνιστές τη ρετσινιά του «αναρχικού» ή του «τρομοκράτη»! Τέλος, οραματίζομαι μια Ελλάδα που θα αναγκάσει, επιτέλους, τους ξένους δυνάστες της να σεβαστούν την ιστορία της και την προσφορά της στην ανθρωπότητα. Τα χρήματα που εκείνοι μας «δανείζουν» είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στον πολιτισμό που εμείς τους χαρίσαμε. Θα έλεγα μάλιστα πως πάντα θα μας χρωστούν και ποτέ δεν πρόκειται να ξεχρεώσουν, όσα κι αν φιλοτιμηθούν ακόμα να μας δώσουν! Το όνειρό μου, λοιπόν, είναι να γίνω κάποτε ηγέτης αυτής της χώρας ως αρχηγός μιας κυβέρνησης που θα απαρτίζεται από ανθρώπους που μοιράζονται τα ίδια ιδανικά μ’ εμένα, για να χτίσουμε μια νέα Ελλάδα πάνω στα πρότυπα που σας περιέγραψα. Όμως, θα πρέπει κάπου εδώ να κλείσω λίγο βιαστικά την έκθεση, γιατί χτύπησε το κουδούνι...
Μαθητής Α.Τ.
Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

...και λίγη ιστορία...

Το τέλος της παλαιάς τάξης Η κατάρρευση του ρωμαϊκού κράτους
Απόδοση στα ελληνικά κειμένου του Alexander Demandt, καθηγητή αρχαίας ιστορίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, από την FAZ, 22.01.2016
Την άνοιξη του 376 μ.Χ. εμφανίστηκε στην αυτοκρατορική αυλή στη συριακή Αντιόχεια μία αποστολή Βησιγότθων από την επαρχία της Μοισίας, στις εκβολές του Δούναβη. Οι Γότθοι ανακοίνωσαν ότι από το εσωτερικό της Ασίας καταφθάνει μια άγρια φυλή ιππέων, οι Ούννοι. Αυτοί νίκησαν τους Οστρογότθους βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και απειλούν τους Βησιγότθους με ίδια αποτελέσματα. Οι συμπατριώτες τους Βησιγότθοι δραπέτευσαν ομαδικά από τις περιοχές που ήταν εγκαταστημένοι και μετακινήθηκαν στη βόρεια όχθη του Δούναβη, απ' όπου παρακαλούν τώρα να γίνουν δεκτοί στην αυτοκρατορία ως ειρηνικοί πρόσφυγες. Στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκλήθηκε τότε, ακούστηκαν αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα αποδοχής του αιτήματος, αλλά οι υποστηρικτές της ιδέας για έγκριση της εισόδου στο κράτος είχαν πιο πειστικά επιχειρήματα. Το ρωμαϊκό κράτος μπορούσε να αξιοποιήσει μετανάστες ως εποίκους, φοροδότες και μισθοφόρους και, επιπλέον, ο αυτοκράτωρ έχει την υποχρέωση να φροντίσει στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης, όχι μόνο για το καλό των Ρωμαίων πολιτών, αλλά και όλων των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων... Έτσι, η άδεια για είσοδο δόθηκε, τα σύνορα άνοιξαν και οι Γότθοι πέρασαν στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο Ρωμαίος διοικητής που επέβλεπε τις διαδικασίες ζήτησε να καταμετρηθούν οι εισερχόμενοι μετανάστες, αλλά το εγχείρημα ξέφυγε σύντομα από κάθε έλεγχο. Κάθε μέρα πηγαινοέρχονταν τα ποταμόπλοια στο Δούναβη και ο ιστορικός της εποχής, Αμμιανός Μαρκελλίνος, γράφει: «Αμέτρητοι, όπως οι σπίθες της Αίτνας». Σύντομα προέκυψαν προβλήματα επισιτισμού. Ρωμαίοι έμποροι απαιτούσαν πολύ υψηλές τιμές για τρόφιμα, ζητούσαν, γράφει ο Αμμιανός, για έναν ψόφιο σκύλο την αμοιβή ενός πρίγκιπα. Οι αγανακτισμένοι Γότθοι κατέφυγαν σε λεηλασίες και ακολούθησαν αψιμαχίες με τις δυνάμεις της τάξης. Για τους αγανακτισμένους προέκυψαν ως σύμμαχοι οι συμπατριώτες τους (Germanen, γερμανικό φύλο, όχι σημερινοί Γερμανοί) που δούλευαν από καιρού ως σκλάβοι στα ρωμαϊκά μεταλλεία. Γότθοι και Γερμανοί ενώθηκαν και δημιούργησαν μία ενιαία δύναμη. Ακολούθησαν μάχες, οι δυνάμεις φύλαξης των συνόρων ηττήθηκαν και ο αυτοκράτορας στην Κων/πολη κλήθηκε να στείλει στρατεύματα ανάσχεσης των εισβολέων. O Ουάλης (ή Βάλης, Flavius Iulius Valens) εξεστράτευσε τότε με το στρατό της ανατολικής αυτοκρατορίας, στην οποία είχε την αρχιστρατηγία. Στις 9 Αυγούστου 378 συγκρούστηκαν στην Αδριανούπολη οι δύο αντίπαλες δυνάμεις, ο ρωμαϊκός στρατός συνετρίβη και ο Ουάλης σκοτώθηκε. Ο διάδοχός του Θεοδόσιος (Flavius Theodosius Augustus) διέθεσε το έτος 382 εκτάσεις στους εισβολείς, οι οποίοι ζούσαν πλέον εντός της αυτοκρατορίας με αυτονομία. Αλλά το σύνορο του Δούναβη έμεινε έκτοτε αφύλακτο και από εκεί συνέρρεαν στο ρωμαϊκό κράτος διαρκώς νέες ορδές. Το έτος 406 δεν ήταν δυνατόν πλέον να κρατηθεί ούτε το σύνορο του Ρήνου στα δυτικά. Η «Μετανάστευση των λαών» βρισκόταν σε εξέλιξη. Η κατάληψη εδαφών ολοκληρώθηκε με την εισβολή το έτος 568 των Λομβαρδών (γερμανικό φύλο, επίσης γνωστοί ως Λογγοβάρδοι) στην Ιταλία. Οι Ρωμαίοι δεν διέθεταν εθνικό κράτος. Η αποδοχή εισόδου των Γότθων προσφύγων το έτος 376 δεν ήταν κάτι καινούργιο στην πολιτική της αυτοκρατορίας, η Ρώμη ήταν πάντα φιλική προς τους ξένους. Σύμφωνα δε με την παράδοση, ο Αινείας, ο πρόγονος των Ρωμαίων, ήταν ο ίδιος πρόσφυγας από την Τροία. Όταν ο Ρωμύλος ίδρυσε την πόλη, δημιούργησε στο Παλατίνο (Collis Palatium) ένα άσυλο, στο οποίο εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από διάφορες περιοχές, οι οποίοι έγιναν Ρωμαίοι. Στα επόμενα, ιστορικά χρόνια ήταν θεμελιώδης κανόνας ρωμαϊκής πολιτικής να αποδέχονται στο κράτος κάθε εργατικό άνθρωπο. Τέτοιο ήταν, μεταξύ άλλων, το σπουδαίο και διάσημο γένος πατρικίων των Κλαύδιων (gens Claudia), από το οποίο προήλθαν αργότερα τέσσερις αυτοκράτορες. Ένας εξ αυτών, ο Κλαύδιος (Tiberius Claudius Caesar Augustus Germanicus) έδωσε πλήρη δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στους Γαλάτες, παραπέμποντας στην προέλευση του γένους του. Λόγω της γεωγραφικής έκτασης της αυτοκρατορίας ήταν φυσικό να μην ήταν οι Ρωμαίοι εθνικά ενιαίοι αλλά να αποτελούν μία νομική ενότητα, συνδεδεμένοι μέσω του αυτοκράτορα, του στρατού και της διοίκησης του κράτους, όπως επίσης με τη λατινική γλώσσα και τον πολιτισμό που είχε αναπτυχθεί. Η οικονομία βρισκόταν σε άνθηση και η ευημερία των πολιτών ήταν πασιφανής. Αυτό προκάλεσε, φυσικά, το ενδιαφέρον των βαρβαρικών λαών πέρα από τα σύνορα, κυρίως των γερμανικών φύλων στο βορρά. Οι ίδιοι ήταν φτωχοί, ανοργάνωτοι, πολύτεκνοι, πολεμοχαρείς· μετακινούνταν με ευχαρίστηση περπατώντας μεγάλες αποστάσεις και ήθελαν να εισέλθουν στο ρωμαϊκό κράτος, όπου αποτελούσαν πρόκληση τα εύφορα εδάφη και τα υλικά αγαθά. Αυτό άρχισε περί το έτος 100 μ.Χ. με τους Κίμβρους (Kimbern, Cimbri) και τους Τεύτονες (Teutonen, Teutons), οι οποίοι ξεκίνησαν με φυλές, φατρίες και οικοσκευές από τη Βόρεια Θάλασσα και προχώρησαν νότια. Από κάποια εποχή και μετά δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστούν στα όρια του ρωμαϊκού κράτους. Από την εποχή του Καίσαρα ταλαντευόταν η ρωμαϊκή πολιτική μεταξύ απώθησης και αποδοχής· η εθνική πίεση από το βορρά ήταν μόνιμο ζήτημα προβληματισμού στη Ρώμη. Ο Καίσαρ (Gaius Iulius Caesar) απώθησε το στρατό των Σουαβών που είχαν εισχωρήσει στη Γαλατία υπό τον βασιλιά τους Ariovist, αξιοποίησε όμως γι' αυτό το σκοπό Γότθους ιππότες ως βοηθητικό στράτευμα. Υπό τον Αύγουστο (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus) έγιναν αποδεκτοί στο κράτος ολόκληρες φυλές, όπως οι Ούβιοι (Ubier, Ubii) που τους εγκατέστησε στην περιοχή της σημερινής Κολωνίας. Οι αυτοκράτορες διατηρούσαν, μέχρι τα χρόνια του Νέρωνα, μια «γερμανική φρουρά». Ακολούθησαν νεότερες εγκαταστάσεις στο ρωμαϊκό κράτος, επί Τιβέριου κάπου 40 χιλιάδες, επί Νέρωνα λέγεται μέχρι 100 χιλιάδες. Αυτό συνεχίστηκε συστηματικά, οι καινούργιοι έποικοι έπαιρναν καλλιεργήσιμη γη και απασχολούνταν ως αγρότες. Ασκώντας εμπόριο με τις πόλεις και λόγω της θητείας στο στρατό μάθαιναν τα λατινικά, αναμίχθηκαν με τους παλαιούς αγρότες, υιοθέτησαν τους ίδιους θεούς και είχαν ενσωματωθεί σε περίπου δύο γενιές. Με την κυβερνητική πράξη Constitutio Antoniniana 212, πήραν όλοι οι έποικοι την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Πόλεμοι μεταξύ Γότθων. Η πολιτογράφηση των Γότθων μείωσε την πληθυσμιακή πίεση στα σύνορα, δεν την απέτρεψε όμως. Από τον Οκταβιανό Αύγουστο μέχρι τον Δομιτιανό προέκυπταν διαρκώς επιδρομές. Το σχέδιο των Ρωμαίων να υποτάξουν τη χώρα των γερμανικών φύλων μέχρι τον Έλβα, καταποντίστηκε στο Δάσος των Τευτόνων (Teutoburger Wald). Ο Δομιτιανός αναγκάστηκε να κατασκευάσει περί το 80 μ.Χ. το Limes (Όριο), ένα συνοριακό τείχος ενάντια στους επιδρομείς. Τελείως δεν τα κατάφερε! Από την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου ξεκίνησαν πάλι οι λεηλασίας σε ρωμαϊκά εδάφη, οι οποίες έγιναν πολύ απειλητικές τον 3ο αιώνα, όταν ενοποιήθηκαν Αλαμανοί, Φράγκοι και Σάξονες και έσπασαν το τείχος. Από εκεί επέδραμαν στη Γαλατία και την Ιταλία, ενώ στην Ανατολή προκάλεσαν καταστροφές και το έτος 251 κατανίκησαν τον αυτοκράτορα Δέκιο. Από πλευράς πολεμικής τεχνικής ήταν οι Ρωμαίοι πάντα ανώτεροι, αλλά οι γερμανικοί λαοί είχαν αναβαθμιστεί λόγω της μισθοφορικής στρατιωτικής υπηρεσίας και της χρήσης των ρωμαϊκών όπλων. Κατά κάποιο τρόπο εκσυγχρονίστηκε η πολεμική τεχνική τους με ρωμαϊκή αναπτυξιακή βοήθεια. Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με Ομοιοπαθητική, βάζοντας με κατάλληλες παρεμβάσεις να πολεμούν μεταξύ τους το ένα γερμανικό φύλο εναντίον του άλλου. Αυτό δεν ήταν και πολύ δύσκολο, αφού οι διαφορές μεταξύ των φύλων ήταν διαδεδομένες και πάντα πολεμούσαν μεταξύ τους. Πέρα απ' αυτά, η αξιοποίηση Γότθων μισθοφόρων στον τακτικό στρατό είχε οικονομικά πλεονεκτήματα για τους Ρωμαίους: Οι αγρότες που δεν ενδιαφέρονταν για τον στρατό, μπορούσαν να αφοσιωθούν στην παραγωγή· και οι Γότθοι που έχυναν κατά προτίμηση το αίμα τους παρά τον ιδρώτα τους, υπηρετούσαν και εισέπρατταν στο στρατό. Αφού μεγάλωνε το σώμα των μισθοφόρων στο ρωμαϊκό στρατό, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί ότι ικανοί στρατιωτικοί από τα γερμανικά φύλα αναδεικνύονταν σε επιτελικές θέσεις. Την εποχή του Κων/νου Α', μη ρωμαϊκής καταγωγής ο ίδιος, εμφανίζονται οι πρώτοι Γερμανοί στρατηγοί. Στην ηγετική ομάδα του στρατεύματος είχαν δημιουργηθεί συγγένειες και συμπεθεριά, που έφταναν ακόμα και μέχρι την αυτοκρατορική αυλή. Έτσι προέκυψε μια γερμανο-ρωμαϊκή στρατιωτική αριστοκρατία, ένα γενεαλογικό δίκτυο με διασυνδέσεις, μέσω των οποίων κατά κάποιο τρόπο όλοι που βρίσκονταν σε θέσεις αποφάσεων ήταν συγγενείς. Κατά τον τελευταίο αιώνα του ενιαίου κράτους είχαν αποφασιστικό ρόλο στη πολιτική διοίκηση Γερμανοί όπως οι Φράγκοι Merobaudes και Bauto, ο Βάνδαλος Stilicho, ο Σουαβός Ricimer ή Rikimer, ο Βουργουνδός Gundobad κ.ά. Οι αυτοκράτορες βρίσκονταν στα θερμαινόμενα παλάτια τους στη Ρώμη, τη Ραβένα και την Κων/πολη, χάνοντας όλο και περισσότερο την επαφή με το στράτευμα και κατά συνέπεια με την εξουσία. Το έτος 476 ο φύλαρχος Οδόακρος, πιθανόν Θουρίγγιος, ίσως και Έρουλος στην καταγωγή και με ανατροφή στην αυλή του Αττίλα των Ούννων, πέταξε με την ιδιότητα του Ρωμαίου στρατηγού τον τελευταίο αυτοκράτορα του δυτικού ρωμαϊκού κράτους εκτός εξουσίας και ανακήρυξε τον εαυτό του Ρωμαίο βασιλιά. Το κρατικό μονοπώλιο εξοπλισμών κατέρρευσε. Θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι η πολιτογράφηση των ξένων στο ρωμαϊκό κράτος θα οδηγούσε σε κοινωνική και πολιτισμική ενσωμάτωση. Όμως, όσο περισσότερες ομάδες από τα γερμανικά φύλα εισέρχονταν και όσο υψηλότερες θέσεις στη διοίκηση καταλάμβαναν, τόσο δυσκολότερη γινόταν η ενσωμάτωση. Ζηλοφθονίες και προλήψεις εκδηλώνονταν με κάθε ευκαιρία. Οι γενειοφόροι Γότθοι με τα μακριά παντελόνια και τις γούνες δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από τη φήμη του βάρβαρου. Η εμφάνισή τους τούς περιθωριοποιούσε και η διαφορετική θρησκεία (Αρειανισμός ή εθνική θρησκεία) θεωρείτο αίρεση. Νόμοι ενάντια σε μεικτούς γάμους, ξενικές ενδυμασίες, άγνωστες θρησκείες κ.λπ. δείχνουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Ταυτόχρονα κυκλοφορούσαν κείμενα κατά των ξένων, μεθοδεύονταν μαζικές σφαγές και μεμονωμένες δολοφονίες εναντίων Γότθων, τους οποίους δεν μπορούσαν να ξεφορτωθούν, αλλά και δεν μπορούσαν χωρίς αυτούς, αφού αποτελούσαν τα καλύτερα στρατιωτικά τμήματα. Η κυβέρνηση έχασε σταδιακά τον έλεγχο των επαρχιών, το κρατικό μονοπώλιο διαχείρισης των όπλων δεν μπορούσε πια να διατηρηθεί. Πάνω στον πανικό των εξελίξεων εκδίδονταν απανωτές εγκύκλιοι αλλά δεν ήταν πια δυνατόν να εφαρμοστούν, η εκτελεστική εξουσία παρέπαιε, η περίπλοκη γραφειοκρατία κατέρρευσε. Οι Σάξονες κατέλαβαν τη Βρετανία, οι Φράγκοι τη Γαλατία, οι Αλαμανοί κατέλαβαν την Germania superior (σημερινή νότια Γερμανία και μέρος της σημερινής Ελβετίας). Η Ιταλία καταλήφθηκε από τους Οστρογότθους, η Ισπανία από τους Βισιγότθους και η βόρεια Αφρική από τους Βανδάλους, οι οποίοι πέρασαν στη συνέχεια με πλοία στη νότια Ιταλία και στην Ελλάδα. Στο βαλκανικό χώρο επικρατούσε ανακατωσούρα και στην ανατολική αυτοκρατορία επικρατούσε έκρυθμη κατάσταση λόγω θρησκευτικών συγκρούσεων. Οι αγρότες ήταν παντού αριθμητικά σε υπεροχή, αλλά πολιτικά ήταν αμήχανοι, όντας συνηθισμένοι σε μακρές περιόδους ειρήνης και βέβαιοι ότι θα προστατεύονται και θα κυβερνώνται διά παντός. Τώρα με την κρίση προείχε βέβαια η σωτηρία της ψυχής. Η εκκλησία υποκατέστησε το κράτος, τα μοναστήρια ανέλαβαν την εκπαίδευση. Οι πόλεις, στις οποίες κατοικούσαν οι τσιφλικάδες φτώχυναν. Οι κοινωνικές ομάδες των μορφωμένων εξαφανίστηκαν -οι Γότθοι ενδιαφέρονταν μάλλον για όπλα παρά για βιβλία-, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ενδιέφερε τους εισβολής. Οι οδικές και θαλάσσιες μετακινήσεις δεν ήταν πια ασφαλείς, το ελεύθερο εμπόριο με μακρινές χώρες, που ήταν απαραίτητο για την ευμάρεια του κράτους, έγινε επισφαλές. Παντού διαδόθηκε η ανταλλακτική οικονομία. Τα υδραγωγεία κατέρρεαν, για τα λουτρά δεν υπήρχε ζεστό νερό, δρόμοι και γέφυρες δεν συντηρούνταν πια, στο Ρήνο κυκλοφορούσαν μόνο βάρκες για μεταφορά ανθρώπων και ζώων στην απέναντι πλευρά. Τότε περίπου ξεκίνησε η εποχή που ονομάζουμε σήμερα Μεσαίωνα! Πάντα τίθεται το ερώτημα, γιατί ο πλούσιος και αναπτυγμένος πολιτισμός των Ρωμαίων υπέκυψε στην πίεση των φτωχών Βαρβάρων από τις γύρω περιοχές. Δίνονται διάφορες εξηγήσεις για παρακμή, για μια κοινωνία που εθίστηκε στην ευμάρεια, που αναζητούσε τη γλυκιά ζωή σε ατομικό επίπεδο και η οποία ταυτόχρονα δεν είχε κάτι να αντιπαραθέσει στα γερμανικά φύλα, όταν αυτά επέπεσαν στο κράτος ωθούμενα από τις ανάγκες επιβίωσης. Μικρός αριθμός μεταναστών ήταν δυνατόν να ενσωματωθεί· όταν αυτοί υπερέβησαν όμως ένα κρίσιμο πλήθος και οργανώθηκαν ως αυτοτελής ομάδα που μπορούσε να διαπραγματευτεί αυτοδύναμα, μετακινήθηκε το κέντρο βάρους της εξουσίας: η παλαιά τάξη διαλύθηκε.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Εις μνήμην

Κυριακή πρωί και ο Μήτσος εμφανίστηκε νωρίς στο υπόγειο της Βάσως. Φορώντας το αγαπημένο του ζιβάγκο, ντυμένος επιμελημένα και φρεσκοξυρισμένος όπως πάντα, κατέβηκε αργά τα σκαλιά του υπογείου, και στο πέρασμά του ο τόπος μοσχομύρισε βαριά κολόνια. Τράβηξε μια βαθιά τζούρα και κοίταξε γύρω ερευνητικά ώσπου η ματιά του μας συνάντησε εκεί στη γωνιά, πλάι στο juke box που εκείνη την ώρα έπαιζε τραγούδι του Στράτου. Στο καπηλειό της Βάσως βρισκόμασταν πολύ συχνά. Το μαγαζί βρισκόταν κοντά στο σπίτι του Μήτσου και η Βάσω πρέπει να έφτιαχνε καλό σουβλάκι, αλλιώς πώς να εξηγήσει κανείς πως βρεθήκαμε εμείς εκεί κάτω, νέα παιδιά, σχεδόν έφηβοι ακόμα, μέσα στους καπνούς και τα τσιγάρα, και ανάμεσα σε απόμαχους της ζωής, σε λαϊκούς καθημερινούς ανθρώπους κάποιας ηλικίας που αργόπιναν το κρασάκι τους παρέα με τους καημούς τους. Εδώ σύχναζαν άνθρωποι ταπεινοί, οι πιο πολλοί, βασανισμένοι με πιο χαρακτηριστικό τον Σωκράτη, έναν Έλληνα μετανάστη από τα μέρη της τότε Σοβιετικής Ένωσης, που δούλευε στον δήμο, στα σκουπίδια, και το βράδυ σύχναζε στης Κυρά Βάσως για να παρηγοριέται…. «Α ρε πότε θα ξεμεθύσω για να ρίξω ένα γερό μεθύσι» συνήθιζε να λέει και μείς μες στη τρελή χαρά της νιότης και της ζωής γελούσαμε… O Μήτσος κάθισε σταυροπόδι και χαμογέλασε ακούγοντας τον Στράτο να τραγουδά το «Γιατί καλέ γειτόνισσα». Ήταν ο πιο καλοντυμένος της παρέας. Να φανταστείς πως ακόμη και η ποδοσφαιρική του στολή ήταν προσεγμένη. Αθλητικό παπούτσι ποδοσφαιρικό, στιλβωμένο, γυαλισμένο, άστραφτε στα αλήθεια. Η κάλτσα σκούρα μπλε, τεντωμένη, ανεβασμένη, μόνιμα μέχρι το γόνατο και σορτσάκι γαλάζιο, λαμέ, γυαλιστερό και αυτό και κολλητό στο σώμα του. Ακόμα και τότε, στις αθλητικές του δραστηριότητες, δεν παρέλειπε να λουστεί με την αγαπημένη του κολόνια και ήταν αστείο να τον βλέπεις να τρέχει και να ιδροκοπά σε εκείνα τα επικά ποδοσφαιρικά παιχνίδια του σχολικού διαλλείματος ή της ώρας της γυμναστικής του Καραγιάννη, έτσι στρουμπουλός, σφιγμένος, κολλαρισμένος και παρφουμαρισμένος. Ο Μήτσος αγωνιζόταν στη θέση του οπισθοφύλακα. Αυτό που μας έμεινε αξέχαστο από τις ποδοσφαιρικές του επιδόσεις ήταν ο τρόπος που αντιμετώπισε την εφόρμηση του συμμαθητή μας και αντιπάλου, στο παιχνίδι εκείνο, Γιάννη Παπαϊωάννου. Ο Γιάννης «έμπαινε από αριστερά», όταν ο Μήτσος προσπάθησε να τον ανακόψει μέσα σε αθλητικά πλαίσια. Όλως περιέργως όμως ο Γιάννης, που ήταν ισχνός και αδύναμος, με έναν ελιγμό τον ξεπέρασε και συνέχιζε την κατεβασιά του. Τότε ο Μήτσος απογοητευμένος και εξοργισμένος από αυτό το αδιανόητο συμβάν, μουρμούρισε ένα ¨ε όχι και αυτό¨ και συγχρόνως με μια μεγαλοπρεπή κλωτσιά κλάδεψε από πίσω τον άμοιρο Γιάννη, ο οποίος έχασε τον ισορροπία του και τρικλίζοντας λες και χόρευε ζεϊμπέκικο, σωριάστηκε στο έδαφος. Αυτό το στιγμιότυπο έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη όλης της παρέας. Ο δε Μήτσος τα τελευταία χρόνια κάθε φορά που συναντούσε τον δικηγόρο πια Γιάννη Παπαϊωάννου, εξακολουθούσε να του ζητά συγγνώμη για αυτό το αντιαθλητικό του μαρκάρισμα. Τα μαγικά εκείνα χρόνια της νιότης, τα μοναδικά και αγαπημένα, ο Μήτσος είχε ένα μικρό μαγνητοφωνάκι. Έτυχε μια μέρα γιορτής στην Ψαρών 10, από τις πολλές μα τόσο λίγες που ζήσαμε μαζί, να σηκωθεί για να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο βαρύ, ίσως του Στράτου, μάλλον του Στράτου, που τον λάτρευε για τη βαθιά φωνή του, για την πάντα σιδερωμένη και με τσάκιση κουστουμιά του και για την μαγκιά του. Όσο η ζεϊμπεκιά προχωρούσε ο Μήτσος αντρειευόταν. Χόρευε αργά, ιεροτελεστικά, όπως όταν έπινε τον καφέ του, ένας μάγκας ωραίος που ερχόταν από τα παλιά. Το μαγνητοφωνάκι, πάνω σε ένα μικρό τραπέζι, έπαιζε τις εξαίσιες μουσικές του, όταν ξαφνικά, δίχως κανένας να το περιμένει, ο Μήτσος το άρπαξε με μια αργή και μεγαλόπρεπη κίνηση και το συνέθλιψε με αληθινή μανία στο πάτωμα. Το μηχάνημα διαλύθηκε σε εκατοντάδες μικρά κομμάτια που γέμισαν το μωσαϊκό του δαπέδου και η παρέα έμεινε για λίγο άφωνη και σαστισμένη πριν ξεσπάσει σε ένα λυτρωτικό γέλιο, πριν αδειάσει ένα ακόμη ποτήρι μέσα στη χαρά εκείνης της γιορτής. Μια άλλη βραδιά πάλι, που γιόρταζε, του Αη Δημήτρη ήτανε, η παρέα αποφάσισε να του κάνει πλάκα. Ήθελε να του θυμίσει το παρατσούκλι «Τουλούμπας» που του είχε «κολλήσει» εξαιτίας της αδυναμίας του στα γλυκά. Του αγοράσαμε λοιπόν για δώρο ένα κουτί γλυκά, μικρά τουλουμπάκια και στριμώξαμε πάνω σ΄αυτά, και διαγωνίως για να χωρέσει, μια μεγάλη τουλούμπα. Όταν μπήκαμε στο σπίτι του ο Μήτσος πρώτα κοίταξε καχύποπτα το κουτί και μετά, απευθυνόμενος σε μας με εκείνο το πονηρό χαμόγελο, είπε μαντεύοντας σωστά: «ρε μπας και είναι τουλούμπες!». Ακολούθησε πολύ γέλιο. Και αυτός με την αγαθή καρδιά του γελούσε πιο πολύ από μας… Ο Μήτσος μετά το τραγούδι του Στράτου άναψε το τσιγάρο του και παράγγειλε τον καφέ του. Αυτή η διαδικασία ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή στη ζωή του, ήταν μια πράξη τελετουργική, μια εμβάπτιση στον κόσμο του άντρα, μια επιστροφή σε μια παλαιότερη ανδρική συνήθεια, ξεπερασμένη για μας τους υπόλοιπους, αλλά για εκείνον, ιδιαίτερα σημαντική που την ακολουθούσε σε όλες της τις λεπτομέρειες και την απολάμβανε όσο τίποτα. Έπαιρνε εκείνη τη στάση του σώματος του βαρύ αλλά κομψού μάγκα, καθόταν σταυροπόδι και απολάμβανε το τσιγάρο του με αργές και βαθιές τζούρες. Χρησιμοποιούσε πάντα ένα αναπτήρα που ήταν σπάνιος, ακριβός και δυσεύρετος. Αυτό το απλό εξάρτημα του ασκούσε πάντα μια παράξενη γοητεία. Τον ήθελε πάντα ιδιαίτερο, μοναδικό, με ξεχωριστές δυνατότητες. Μια φορά μας είχε πει πως ο τάδε αναπτήρας, αν δεν πρόσεχες την ώρα που άναβες το τσιγάρο, μπορούσε ακόμα και να σου τρυπήσει το μέτωπο ακαριαία όπως οι ακτίνες λέιζερ… Τον καφέ του τον έπινε βαρύ γλυκό και τον ήθελε πάντα σερβιρισμένο στο κλασικό λευκό φλιτζάνι με τα χοντρά χείλια. Έτσι όπως τον απολάμβανε αργά αργά και μεγαλόπρεπα θύμιζε άντρες του παλιού καιρού που ξαλάφρωναν από βαριά και ανομολόγητα σεκλέτια. Και η κουβέντα προχωρούσε, και ο Μήτσος με αυτό το αξέχαστο περισπούδαστο ύφος του μας περιέγραφε τα κατορθώματα ενός ξαδέρφου του που ήταν άσσος στη μπάλα, ενός καταπληκτικού κυνηγητικού σκύλου που έπιανε εκατό λαγούς κάθε φορά ή ενός συγγενή του που ήταν ο πιο στενός φρουρός του εκάστοτε προέδρου της Αμερικής. Και ήταν στα αλήθεια ευτυχισμένος περιγράφοντας ανθρώπους και κόσμους ανύπαρκτους και μυθικούς, κόσμους που ο Μήτσος συναντούσε μόνο στο σινεμά. Στα αλήθεια ο κινηματογράφος ήταν μια από τις αγαπημένες αποδράσεις του, ήταν η καταφυγή του. Μεγάλη του αγάπη τα «καουμπόικα» και τα έργα με καράτε όπου ιπτάμενοι Ιάπωνες, ξεπερνώντας και αυτούς ακόμη τους νόμους της φύσης, πάλευαν εναντίων πολλαπλασίων αντιπάλων νικώντας πάντα και όλους. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο των μύθων και των ανυπέρβλητων κατορθωμάτων ο Μήτσος δραπέτευε από τη πραγματική ζωή και αφηνόταν στη μαγεία του φανταστικού. Ίσως γιατί ο κόσμος αυτός του εξασφάλιζε τη θέση που επιθυμούσε και δεν μπόρεσε να κατακτήσει σε τούτη τη ζωή. Σε τούτη τη σκληρή ζωή που, αλλοίμονο, δεν μπόρεσε ποτέ να πατήσει γερά τα πόδια του. Ίσως για το λόγο αυτό ο Μήτσος έκανε και άλλες αποδράσεις. Που πήγαινε, που βολόδερνε χωρίς εμάς, ποιους καημούς του παρηγορούσε, κανείς μας δεν ήξερε με σιγουριά. Χαμένος, κυνηγημένος, απελπισμένος - ποιος ξέρει τάχα - εξαφανιζόταν για καιρό πολύ από την παρέα, ιδίως μετά τον χωρισμό του. Άραγε έψαχνε την καταξίωση, ή ικανοποιούσε την ανασφάλεια και την αφέλειά του, σε ξένες παρέες άγνωστες και αταίριαστες με εκείνον. Αυτή η λεηλατημένη αδύναμη ψυχή του ρημάχτηκε, θαρρώ πιο πολύ, ανακατεμένη και χαμένη ανάμεσα σε αετονύχηδες και καιροσκόπους. Και μεις παρασυρμένοι στη δίνη της δικής μας ζωής, σιωπούσαμε, ξεχνιόμασταν, δεν βλέπαμε, δεν ακούγαμε, δεν ξέραμε. Ένα μόνο μας ήταν φανερό. Πως μακριά από τη γυναίκα της ζωής του και το παιδί του, είχε παραδοθεί, είχε συνθηκολογήσει, είχε χάσει τη μάχη οριστικά. Δεν ήταν λοιπόν ο Μήτσος η καθημερινή μας παρέα. Ούτε ο άνθρωπος που ήξερε όλα τα μυστικά μας. Αυτός ο άλλος του εαυτός τον κρατούσε μακριά. Ήταν όμως κάτι πιο σπουδαίο ίσως, πιο σπάνιο. Ήταν η ατόφια, η νεανική αγάπη που μας ένωσε έτσι μαγικά και παντοτινά. Ήταν μια ζεστή αγκαλιά, μια ζεστή γωνιά που όσο και να ψάξουμε δεν θα ξαναβρούμε ποτέ. Ήταν η αθωότητά μας, τα νιάτα μας, η τρέλα μας, η ανοιχτή ψυχή μας. Ήταν όμως και κάτι άλλο, ήταν που ποτέ δεν μας πίκρανε, που ποτέ δε σήκωσε τη φωνή του, ήταν που σεβάστηκε και αγάπησε και μας και τις οικογένειές μας και τίμησε, με τον δικό του τρόπο, τη φιλία μας. Η ώρα πέρασε γρήγορα αυτό το κυριακάτικο πρωινό της νιότης στo καπηλειό της Βάσως. Η κουβέντα δεν είχε τελειώσει αλλά ο Μήτσος σηκώθηκε να φύγει. Έπρεπε να γυρίσει νωρίς στο σπίτι, ο Κάπρος τον περίμενε, ήταν και αυστηρός. Άφησε στο τραπέζι τα ψιλά του καφέ, χαιρέτησε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια του υπόγειου. Αλλοίμονο όμως, ο Μήτσος δεν θα ξαναγυρίσει πια, ούτε στης Βάσως ούτε στην παρέα μας. Έτσι στα ξαφνικά αποφάσισε να την κοπανήσει πρώτος. Και «έπεσε σαν κεραυνός στη γειτονιά μας το μαντάτο», πως «ο καλύτερος ο φίλος εβασίλεψε σαν ήλιος», ένα βραδάκι του 2012 μέρα Παρασκευή στις 22 του Ιούνη λίγο πριν το ματς Ελλάδας – Γερμανίας για το Euro. Και στη τελετή αποκλήθηκε, όπως όλοι οι αποχωρούντες, «μεταστάς». Και ήχησε παράξενα και σκληρά ο χαρακτηρισμός, όμως η πικρή αλήθεια έμεινε αμετάκλητη όσο και αν ήταν απίστευτη: ο Μήτσος έφυγε και μας άφησε μια για πάντα, και μόνο τότε μας αποκαλύφθηκε πραγματικά πίσω από το εκείνο το πονηρό χαμόγελό του και ήταν σαν να μας έλεγε «μάγκες, σας την έσκασα.…» Ο ακριβός μας Μήτσος, ο ΦΙΛΟΣ μας, που έφυγε και μας γέμισε αναμνήσεις, μοναξιά και τύψεις.
Οκτώβριος 2015.
Αντώνης Νικ. Φελεσάκης