Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

...και ενα ανέκδοτο...

Κομματισμός.....

Την περίοδο του Εθνικού διχασμού στην Κρήτη, ένας επιθεωρητής δημοτικής
εκπαίδευσης ανέβαινε, μ' ένα μουλάρι, σ' ένα ορεινό και δύσβατο χωριό, για να επιθεωρήσει τον εκεί δάσκαλο.
Στο δρόμο που «επήγαινε» συναντά έναν αγωγιάτη και τον ρωτά:
«Δεν μου λες, πατριώτη, ο δάσκαλος τί είναι;Βενιζελικός ή βασιλικός;».
«Βενιζελικός», απαντά ο αγωγιάτης. «Α, το γαϊδούρι...» σχολίασε ο επιθεωρητής.
Ο αγωγιάτης όμως ήταν Βενιζελικός και φίλος του δασκάλου και έτρεξε να μεταφέρει στον δάσκαλο την στιχομυθία.
«Το και το δάσκαλε. Σε είπε γαϊδούρι».

Την επομένη μπαίνει ο επιθεωρητής στην τάξη και ρωτά τον δάσκαλο για το ποιό είναι το μάθημα της ημέρας.
«Τα σημεία της στίξεως», απαντά ο δάσκαλος.
"Ας δούμε, λοιπόν, τί ξέρουν τα παιδιά", λέει ο επιθεωρητής.
Ο δάσκαλος σήκωσε ένα μαθητή, τον Σήφη, στον πίνακα και του είπε να γράψει την φράση:
"Ο επιθεωρητής είπε, (κόμμα) ο δάσκαλος είναι γαϊδούρι (τελεία).
Αφού, έκπληκτος ο μαθητής, το έγραψε, τον ρωτά ο δάσκαλος:
"Ποιός είναι, παιδί μου, γαϊδούρι;". "Ο δάσκαλος", ψέλλισε ο μαθητής.
"Και ποιός το είπε;". "Ο επιθεωρητής, κύριε".
"Ωραία", είπε ο δάσκαλος; "σβήσε τώρα το κόμμα και βαλ' το αλλιώς".
Ο επιθεωρητής, (κόμμα) είπε ο δάσκαλος, (κόμμα) είναι γαϊδούρι".
Μόλις τελείωσε ο μαθητής, τον ρωτά ο δάσκαλος:
"Ποιός είναι τώρα, παιδί μου, το γαϊδούρι;".
"Ο επιθεωρητής", απαντά δειλά ο μαθητής.
"Και ποιός το είπε;". "Ο δάσκαλος", απαντά ο μαθητής.
Οπότε στρέφεται ο δάσκαλος στην τάξη και λέει:

"Είδατε παιδιά τί κάνουν τα κόμματα. Πότε βγάζουν γάιδαρο τον επιθεωρητή και πότε τον δάσκαλο".

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Ένα ποίημα για τον Αερινό


Βουνά και κάμποι κι ουρανός
χαρά Θεού Αερινός.
Παντού πλατάνια, καστανιές,
νερά και δάση, γειτονιές

Καρδιές πλατιές σαν φυλλωσιές,
κρασί διαμάντι, περασιές.
Ατόφιος άνεμος βουνού
σε πάει πέρα από το νου


Λίλη Φραγκιουδάκη - Ζακυνθινάκη

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΕΡΙΝΟΣ

Η επιστροφή στο χωριό μοιάζει αναβάπτιση στις ρίζες και στις καταβολές, θυμίζει τον καιρό που κοντοστέκεται, γυρνά πίσω για μια ανάσα πριν συνεχίσει την άπονη πορεία του, είναι συνάντηση μ’ εκείνους τους αγαπημένους που μ΄ έφεραν στον κόσμο και μ’ έφτασαν μέχρις εδώ, και μ’ κείνους που δε με πρόφτασαν, μα θαρρώ πως μέσα μου κουβαλώ πολλά από τη σκέψη και το είναι τους.
Κοντεύοντας στο χωριό το υψόμετρο αγγίζει τα 700 μέτρα και η ψυχή ξαφνιασμένη κ΄ άμαθη γεμίζει έκσταση και δέος στη θέα της Κισσαμίτικης ζωγραφιάς.
Έφτασες κάποτε, τώρα, πάλι. Πριν ακόμα ξαποστάσεις, πριν ακόμα στεγνώσει στο πρόσωπο το ζεστό γονικό φιλί του καλωσόρισες, αναστατωμένος κι ανυπόμονος πετιέσαι στο δώμα. Σηκώνεις το κεφάλι ίσια μπρος. Δεν υπάρχει πια δέος. Έγινες κιόλας ένα με το τοπίο, με τον ατέλειωτο ουρανό, με την απόλυτη σιωπή, με την απόμακρη μα πάντα κοντινή θάλασσα. Σηκώνεις το κεφάλι ίσια μπρος. Η ματιά λευτερώνεται. Δεν υπάρχει τίποτα που να την εμποδίζει. Είναι άναρχη πια, λεύτερη να πάει όπου θέλει. Με χιλιάδες φωνές την καλεί η ομορφιά της φύσης. Πρόθυμη στο μυστικό κάλεσμα της ξεχύνεται πρώτα μπρος. Γρήγορα, με ταχύτητα αστραπής, κατεβαίνει από τα ψηλά μπαλκόνια του χωριού στη λαγκάδα. Λευκές γραφικές συστάδες τα κοντινά χωριά ξεχωρίζουν βουτηγμένα στις ατέλειωτες ελιές και στα αμπέλια. Μα δε στέκεται εκεί. Προχωρεί μπρος, στη στενωσιά που βγάζει στη θάλασσα της Χρυσοσκαλίτισσας και να έφτασε κιόλας στο Λαφονήσι, στη φεγγαρίσια στιγμή της Κρήτης. Έφτασε στο Λαφονήσι και μετά απλώθηκε στη θάλασσα του Λιβυκού. Αχόρταγα στρέφεται δεξιά. Τα βουνά της Κισσάμου αυστηρά και άγρια, με λίγη, ακριβοθώρητη βλάστηση, με χιλιάδες λαξευτές πέτρες, με ατέλειωτα δρομάκια ανοιγμένα με του καιρού το σκαλίδι, δεσπόζουν περήφανα, επιβλητικά. Κάθε τόσο οι αέρηδες επιχειρούν την θορυβώδη κάθοδό τους που ξεκινάει απ΄ τις κορφές, διαβαίνουν τα διάσελα και ξεχύνονται στη λαγκάδα για να ξεθυμάνουν στο γαλάζιο της θάλασσας που στη παρουσία τους ταράσσεται επικίνδυνα.
Η ώρα περνά. Το θεσπέσιο της εικόνας αλλάζει. Βάφει τον κόσμο κόκκινο τώρα ο απόλυτος ζωγράφος. Η ψυχή σου κλαίει και τραγουδάει μαζί. Πάλλεσαι ολόκληρος, δεν τη χωρά το μικρό σου κορμί τούτη την ευτυχία. Είσαι μόνος σου, και εκείνος, ο Ζωγράφος, αλλάζει τις εικόνες της γης για χάρη σου. Σκέφτεσαι γιατί να κρατά τόσο λίγο τούτη η μαγεμένη στιγμή….ίσως για να την αντέξεις.
Ένα ένα κρεμάει ο Θεός τ΄ αστέρια του πάνω από το κεφάλι σου και σ΄ αφήνει να αναρωτιέσαι αν είναι κοντά σου τούτα τα τρεμάμενα κεριά του χάους. Γέμισε ο ουρανός νεκρά αστέρια χωρίς τόπο και χρόνο, αστέρια σπαρμένα στο πουθενά, αστέρια αμέτρητα πάνω από το μικρό σου κεφάλι. Είσαι μόνος μέσα στη δύσκολη νύχτα, οι αποστάσεις και τα μεγέθη, το άγνωστο σκοτάδι, η αίσθηση του αέναου και του άχρονου σε τρομάζουν. Ξαφνικά δεν αντέχεις. Φεύγεις τρομαγμένος, νικημένος από την μικρότητά σου. Ναι, είσαι μικρός και ασήμαντος, αστείος, τιποτένιος.
Ανοίγεις τα μάτια το πρωί. Αν οι γιοι του Αιόλου είναι άκεφοι η ψυχή σου μερεύει, καταλαγιάζει. Ο ορίζοντας ανοιχτός, η απεραντοσύνη μπρος σου, η ερημιά γύρω σου θορυβεί με τους αλλιώτικους ήχους της απόλυτης ησυχίας. Βελάσματα και τιτιβίσματα που ακούγονται σποραδικά, τονίζουν θαρρείς, παρά διακόπτουν, τη γαλήνη και την αρμονία της φύσης.
Αν πάλι είναι χειμώνας και οι αέρηδες χορεύουν, που είναι το πιο συχνό, τότε καλύτερα να μείνεις κουλουριασμένος πλάι στο τζάκι με το φούμο και να αναποδογυρίζεις τα κάστανα στη θράκα λίγο πριν καούν. Κι αν τύχει και ο χειμώνας είναι δύσκολος και λευκός ντύσου καλά και βγες έξω να δεις με πόση δύναμη και υπομονή οι θάμνοι και τα δέντρα αντιστέκονται σταθερά στη μανία του σκληρού καιρού.
Αερινός. Γη φτενή, χώμα λίγο. Τόπος απέριττος, αυστηρός. Η βλάστηση λιγοστή και το πράσινο μόνο εκεί που το φροντίζεις. Δύσκολη η επιβίωση κόντρα στους αέρηδες και στο κρύο. Μονάχα ελιές σκαρφαλωμένες σε ξερολιθιές, ξεπεταγμένες μέσα από τα χαράκια, αντέχουν το άγριο κοίταγμα του καιρού, ελιές και αμπέλια που μέσα από κόπους και φροντίδες πολλές γλυκαίνουν τη σκληρή ζωή των χωριανών.
Γη φτενή, χώμα λίγο. Μακρόχρονος μόχθος, σκληρή δουλειά, ακριβό το δώρο της ζωής. Κόποι ανείπωτοι, κορμιά βγαλμένα μέσα από τη σκληρή γη που τα χτυπά ολημερίς ο καυτός ήλιος της Κρήτης, που τα δέρνουν οι μανιασμένοι άνεμοι, κορμιά που γεννήθηκαν απ’ το χώμα, που πεθαίνουν και ανασταίνονται μέσα στα ξερολιθιές και στα χωράφια, μέσα στους κήπους και τους μπαξέδες.
Αερινός. Άνθρωποι μοναχικοί, ήρεμοι και υπομονετικοί. Στη κίνηση και στη ζωή τους δεν υπάρχει τίποτα από εκείνο το ακατανόητο του άγχους της πόλης. Αργά μα σταθερά οδηγούν τα βήματά τους και με σύνεση και μέτρημα ξοδεύουν τη δύναμή τους. Ξέρουν καλά πως η μάνα γη θέλει αγάπη κι αντρειοσύνη μα θέλει και φρόνηση και λογισμό.
Άνθρωποι παράξενοι που στροβιλίζονται γύρω από ένα παλιό δικό τους κύκλο και μοιάζουν να αδιαφορούν για τις ταχύτητες που ορίζουν σήμερα τη δικιά μας «προχωρημένη» ζωή. Άνθρωποι δύσκολοι, πολλές φορές περίεργα σκληροί και αλύγιστοι, σαν κι εκείνες τις χιλιάδες «ακόνες», τις πέτρες που καλύπτουν όλο τον τόπο γύρο. Άνθρωποι σκληροί, μα κάποτε κάποτε γεμάτοι λυρισμό και πάθος, συναίσθημα και αγάπη, σε τέτοια έκταση, που η λογική δεν χωράει στις πράξεις τους μα αντίθετα συντρίβεται κάτω από τους χείμαρρους της ψυχής τους.
Το μεσημεριανό γεύμα στο χωριάτικο τραπέζι της αγάπης, στο τραπέζι με τις ιδιαίτερες γεύσεις της Κρητικής γης, με το κόκκινο κρασί και τη μυζήθρα, τη τσικουδιά με τα μικρά ποτηράκια και το σταφύλι από το διπλανό μας αμπέλι, μοιάζει ξέχωρη στιγμή της λιτής ζωής του χωριού.
Οι γεμάτες καλοσύνη και λαϊκή σοφία ευχές και προπόσεις, τα ζωντανά που διεκδικούν επίμονα συμμετοχή στο φαγοπότι, οι γλυκές μουσικές της λύρας μαζί με τις ψάθινες καρέκλες και τα βαρέλια με το κρασί που διακρίνονται από τη μισάνοιχτη πόρτα του μαγατζέ συνθέτουν μια άλλη ατμόσφαιρα γεμάτη από τη μαγεία του παλιού, του οριστικά περασμένου.
Το γέρικο τζάκι στις δόξες του, ο παλιός πανέμορφος καναπές ν΄ αντέχει στη καταστρεπτική μανία του καιρού και οι αθάνατοι κορμοί των δένδρων που υποβαστάζουν δεκάδες χρόνια τώρα τη στέγη του σπιτιού, θυμίζουν αλλοτινές εποχές τόσο έντονα και ζωντανά που καμία φορά περιμένω να τρίξει στο άνοιγμα της η πόρτα και να μπει μέσα εκείνος ο λεβέντης παππούς που ποτέ δεν λάθευε στο σημάδι, εκείνος ο παππούς που μόλις πρόφτασε να μας δώσει την αιώνια σκυτάλη, και χάθηκε για πάντα στο ταξίδι του θρύλου και του μυστηρίου.
Αερινός. Πάλευκα, πέτρινα, τα λίγα σπίτια της μοναξιάς που απόμειναν. Σπίτια που ξέμειναν θαρρείς για να θυμίζουν καιρούς παλιούς και ξεχασμένους, καιρούς που έφυγαν μα κάτι μας άφησαν, κάτι από τα παλιά που ώρες ώρες μας αναστατώνει.
Και όπως σε κάθε ελληνικό κομμάτι ζωής έτσι και δω η εκκλησία. Ο Τίμιος Σταυρός ανάμεσα στα κυπαρίσσια και τις καστανιές. Ο Τίμιος Σταυρός με το νερό της πηγής στην αυλή του να κυλά ήρεμο νωχελικό και με το αχνό μουρμούρισμα του να κρατά συντροφιά στους παππούδες και τις γιαγιάδες που κοιμούνται αιώνια λίγο πιο πέρα.
Στοχεύεις σαν κάποτε εκείνη τη κοντινή κορφή. Η καρδιά πεταρίζει στη σκέψη που κιόλας έγινε απόφαση. Ανεβαίνεις, το τοπίο πάντα λιτό και όμορφα μονότονο, θάμνοι αγκαθωτοί και πέτρες με αμφίβολη ισορροπία, στενωσιές και απότομες κλίσεις σου ζητούν να ΄χεις τα μάτια σου ανοιχτά.
Κάποτε φτάνεις. Ναι, βρέθηκες ξαφνικά σ΄ ένα από τα πολλά διάσελα. Λες και είσαι στη μέση ενός τόξου και σαν βέλος ετοιμάζεσαι να ξετιναχτείς μπρος. Σαν από ένα τεράστιο αγωγό, αφηνιασμένος, ασυγκράτητος ξεχύνεται ο αγέρας και συ αν θες να κρατηθείς όρθιος βαστήξου γερά, πολύ γερά. Τα μαλλιά ανεμίζουν σαν τρελά, τα μάτια δακρύζουν και η αναπνοή δυσκολεύει, ο αέρας δεν αστειεύεται. Μα ότι απλώνεται γύρω σου σ’ αφήνει άναυδο, άφωνο, σε αναγκάζει να αψηφάς τον αέρα και το κρύο. Μπροστά σου το αέναο της ροής, η υγρή μνήμη, η θάλασσα. Αγέρωχη και νωχελική στραφταλίζει κάτω από τον δυνατό κρητικό ήλιο. Πάνω της, σαν από ίχνη πινελιάς που πάνε να σβηστούν, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα και ακόμα πιο μέσα ο Ταΰγετος της Σπάρτης!
Με δυσκολία γυρίζεις πίσω το κεφάλι. Η ίδια θάλασσα οδηγεί τη ματιά και τη ψυχή σου μακριά, σ’ άλλους κόσμους, σ΄ άλλες ηπείρους. Να! εκεί στο βάθος είναι οι ακτές της Αφρικής, πιο δεξιά η Αίγυπτος, η Λιβύη. Θεέ μου θάχες κέφια πολλά όταν έχτιζες τον κόσμο σου. Μπροστά το τελείωμα των Βαλκανίων και πίσω, με μια ματιά στις ακτές της «μαύρης» γης.
Και συ στη μέση, και συ πάνω σε ένα κατάρτι αυτού του περήφανου καραβιού που το λένε Κρήτη, πάνω σε κάποιο βουνό αυτού του νησιού που τ’ όνομά του είναι η ίδια η λευτεριά, να αγναντεύεις όσα μπορεί και όσα δε μπορεί η ματιά σου να φτάσει.
Όλα με δένουν με τούτο τον ξερακιανό τόπο. Και οι θύμισες της νιότης και οι καταβολές μου, και η ανείπωτη ομορφιά της φύσης και η ηδονή της ερημιάς. Ναι, ο Αερινός είναι μια αγάπη ξέχωρη μα είναι και κάτι άλλο. Είναι η ίδια η ζωή, το νόημα και ο στόχος κάθε ανθρώπου: Αδιάκοπη ανηφόρα και προσπάθεια σαν τον αγώνα που κάνεις για να ανέβεις μια κορφή του, άδολη χαρά και ευτυχία σαν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί από το βαρέλι του πατέρα, σαν ένα καθημερινό καλημέρα στο γείτονα που μαζεύει τις ελιές του.

Αντώνης Νικ. Φελεσάκης
Δεκέμβριος 1986

.

.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Το μεγάλο προπολεμικό πανηγύρι του Τιμίου Σταυρού στον Αερινό Κισσάμου

Αφορμή μου έδωσε ομαδική φωτογραφία του 1937 από τον φωτογράφο Μιχάλη Μαρκάκη, που εικονίζονται πολλοί Περβολιανοί και άλλοι. Μου έφερε μνήμες και βιώματα την ημέρα της γιορτής του Τιμίου Σταυρού.
Δεκαπέντε μέρες πριν το πανηγύρι, όλοι οι Αερινιώτες καθάριζαν τις αυλές τους, τους δρόμους και τα χωμάτινα δωμάτιά τους.
Τη Θεία λειτουργία έκανε ο μακαρίτης καλός Ιερέας παπά Αντώνης από τα Περβόλια με ψάλτες τους αείμνηστους Ιωάννη Φιωτάκη, Δάσκαλο, το γιο του Μακαρίτη Νίκο και μετέπειτα ιερέα, τον ανιψιό του Νικόλαο Παπαδάκη και τον έτερο γιο του Ελευθέριο Παπαδάκη Δάσκαλο Ιστορικό και καλό μας χωριανό, τον Καστρινάκη και τους Φελεσάκηδες.
Επίτροποι ήταν ο Μακαρίτης Αντώνιος Φελεσάκης, που έλεγε στο δίσκο για τον έρανο της Εκκλησίας «η Χάρη Του να σας βοηθά». Ο Δάσκαλος Μήτσος Γεωργιλάς έβαζε στο δίσκο 50 Δραχμές (σημερινές 20.000) σε χαρτονόμισμα, ο μακαρίτης θείος μου Μανώλης Ζαχαράκης έστελνε 10 δολάρια υπέρ της εκκλησίας κάθε χρόνο, ενώ οι άλλοι βάζανε 1-2 δραχμές.
Μετά τη λειτουργία οι Αερινιώτες έκαναν πανηγύρι κάτω από τη σκιά των δένδρων, με λιμπίνους, ελιές κουκιά, πατάτες, βραστά καλαμπόκια, και σταφύλια. Την ημέρα της γιορτής δεν τρώνε λάδι, παρά μόνο όταν είναι Σάββατο η Κυριακή. Κάτω από τη σκιά των δένδρων είχαν ταβέρνες οι: Πολάκης, Βρουχάκης, Τομαδάκης Γεράσιμος Γεωργιλάς και άλλοι. Τα κεράσματα ήταν για τους άντρες κρασί, για τις γυναίκες και τα παιδιά λουκούμια, πίπερμαν, γκαζόζες που έκλειναν με μπίλιες και όταν τις άνοιγες έκαναν μπαμ.
Οργανοπαίκτες ήταν ο Φελεσομάνολας λύρα, ο Μίνως Αναστασάκης λαούτο, ο Δημήτρης Χαρτζουλάκης λαούτο, ο Θεόδωρος Σημαντηράκης βιολί, ο Νικόλαος Χάρχαλης βιολί.
Του Χάρχαλη η μητέρα και του Μάμα Ηλιάκη ήταν Φελεσοπούλες από τον Αερινό, που είχαν έφεση στη μουσική. Θυμάμαι τους λεβεντόκορμους χορευτές Μανώλη Κουκουράκη, Δάσκαλο από το Έλος, Μανώλη φαλαγκάρη, Σκυλούριδες, Φελεσάκηδες, Χατζογιάννηδες και πολλούς άλλους με την Κρητική ενδυμασία και όλες τις λεβεντόκορμες κοπέλες. Δεν υπήρχαν τότε Ι.Χ. και οι πανηγυριώτες έρχονταν με άλογα, μουλάρια και γαϊδουράκια στολισμένα με τους συντζαντέδες, τα έδεναν κάτω από τα δένδρα και με τα αγγανίσματά τους δημιουργούσαν δική τους ορχήστρα.
Μετά οι πανηγυριώτες πηγαίνανε σε όλα τα σπίτια των Αερινιοτών. Οι περισσότεροι έρχονταν όταν τρώγαν λάδι, στο σπίτι της μακαρίτισσας της γιαγιάς μου Ζαχαρογιάννενας, που έψηνε χταπόδι με ρύζι, σπάνιο φαγητό και εκλεκτό για την εποχή εκείνη.
Επειδή πρέπει να τα γράφομε όλα, θετικά και αρνητικά, Θυμάμαι επίσης ορισμένους νεαρούς Αερινώτες που ενώ είναι ημέρα νηστείας, έπαιρναν δικές τους κότες και καμιά δεκαριά κλεμμένες και τις έφερναν στο σπίτι του Νταμπασοδημήτρη παλαιού κτηνοτρόφου και γεροντοπαλήκαρου, τις βράζανε σε ένα μεγάλο τέζτερη, με πιλάφι γλεντούσανε μέχρι το πρωί της επομένης!!!
Ήταν μια ωραία εποχή που πολύ τη νοσταλγώ, τώρα στο ωραίο και φιλόξενο αυτό χωριό που ζουν λιγοστοί ηλικιωμένοι άνθρωποι, όπως σε όλα τα ορεινά χωριά.
Αυτοί που έχουν φύγει, έχουν γίνει επιστήμονες, υπάλληλοι, επιχειρηματίες, με καλές δουλειές ωραίες οικογένειες, που όπου κι αν βρίσκονται, αγαπούν το Χωριό τους.

Χανιά 10 Σεπτεμβρίου 1997
Ιωάννης Εμμ. Σκαλίδης

απο την εφημερίδα "ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ" της Κρήτης
.
.
.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Μ α ν τ ι ν ά δ ε ς

Κι αν γέρασε ο Κρητικός την λεβεντιά δεν χάνει
ξέρει να ζει και να γλεντά, ξέρει και να ποθάνει

*Νικόλαος Γερ. Φελεσάκης (1972)


Τι να το κάνω το νερό που είναι στάλες στάλες
λίγες ελπίδες μούδωσε μα περιμένω κι άλλες

Ιδιόχειρο της μάνας στο κομοδίνο της.



Σαράντα μέρες παρεμπρός το είδα στ΄ όνειρο μου
πως ήθελα σε χωριστώ, κόρη μου, Βαγγελιώ μου

*Γεράσιμος Ν. Φελεσάκης (1949)


Όσο παλιώνουν οι καιροί
κι όσο περνούν οι χρόνοι
παλιώνει ο λύχνος, μα ποτέ
το φως του δεν παλιώνει

* Από το βιβλίο
του Γιώργου Γραμματικάκη
" Η αυτοβιογραφία του φωτός"


Το να πονείς και να το λες, αυτός δεν είναι πόνος
Μα να πονείς και να μη κλαις και να το ξέρεις μόνος.

Τζουγανάκης Μιχάλης



Απ΄το γαλάζιο πέλαγο πετιέσε Κρήτη εσύ
της λευτεριάς αρχόντισσα, αθάνατο νησί

*Κωστής Παλαμάς




Αθιβολή
Παλιές, γλυκιές αθιβολές, τση ζήσης μου κομμάθια
ταράσουν τα νερά του νου και γραίνουνε τα μάθια.
Παλιές, γλυκιές αθιβολές στου νου μου τ΄ακρογιάλι,
βαρκούλες που αλαργάρανε, ξαναγιαγιέρνουν πάλι.
Η πεθυμιά κι η αθιβολή, ομορφοθυγατέρες,
τζιμποφιλιούνται καθαργά στου νου μου τις βεγγέρες

*Τζερμιάς Αντώνης
"Γλάρος"